Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Η ιστορία των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου κατα την Προϊστορία και την Αρχαιότητα

Η Ικαρία (ή Ικαριά ή Νικαριά , στα αρχαία χρόνια Δολύχη ) είναι ένα Ελληνικό νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου και αποτελεί την ομώνυμη Περιφερειακή Ενότητα Ικαρίας. Πρωτεύουσα και επίνειο του νησιού είναι ο Άγιος Κήρυκος στη νοτιοανατολική ακτή της νήσου, ενώ δεύτερος αναπτυσσόμενος λιμένας είναι ο Εύδηλος στη βόρεια ακτή. Το όνομά του, το πήρε από τον γιο του Δαιδάλου, Ίκαρο, ο οποίος ξεβράστηκε στις ακτές αυτού του νησιού. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για την προέλευση της ονομασίας του νησιού. Η πρώτη αναφέρεται ότι η λέξη Ικαρία προέρχεται από την ινδο-ευρωπαϊκή ρίζα -καρ, όπως επίσης και η γειτονική Καρία της Μικράς Ασίας. Η ρίζα συνδέεται με βραχώδη, απόκρημνα μέρη. Άλλη αρχαία ονομασία που συναντάται για το νησί είναι "Δολύχη" που σημαίνει μακριά, λόγω του μακρόστενου σχήματός της. Στο διάβα του χρόνου, το νησί αναφέρεται και με άλλες ονομασίες όπως Οινόη, Ιχθυόεσσα, Ανεμόεσσα και στο Βυζάντιο ως Μάκρη. Το νησί ονομάζεται Ικαρία από το μύθο του θρυλικού Ικάρου , που με τον θάνατό του έδωσε, το όνομά του στο Ικάριο πέλαγος. Το εθνικό όνομα των κατοίκων του νησιού ονομάζεται Ικαριώτης και Ικαριώτισσα (ή απλά Καριώτης - Καριώτισσα ή Καριωτίνα), ενώ στον πληθυντικό Ικαριώτες και Ικαριώτισσες. Το όνομα του δεύτερου λιμένα, του Εύδηλου ή Ευδήλου, προέρχεται από τα συνθετικά "ευ" + "δήλος = φανερός", δηλαδή λιμένας που γίνεται εύκολα φανερός από μακριά, πλησιάζοντας στη βόρεια πλευρά του νησιού. Ο Ίκαρος ήταν γιος του Δαιδάλου και της Ναυκράτης , η οποία, κατά μια παράδοση, ήταν δούλη του Μίνωος. Όταν ο Δαίδαλος καταδικάστηκε από τον Άρειο Πάγο επειδή είχε φονεύσει τον τεχνίτη Τάλω , έφυγε στην Κρήτη. Εκεί κατασκεύασε τον Λαβύρινθο για να ζει μέσα ο Μινώταυρος, ο γιος της γυναίκας του Μίνωος Πασιφάης. Μέσα στον Λαβύρινθο φυλάκισε ο Μίνως και τον ίδιο τον Δαίδαλο με τον γιο του Ίκαρο, διότι ο Δαίδαλος είχε βοηθήσει την Πασιφάη να ενωθεί με τον Ταύρο του Ποσειδώνος και να γεννηθεί ο Μινώταυρος. Ο Δαίδαλος με τον Ίκαρο δραπέτευσαν από τον Λαβύρινθο με τη βοήθεια των φτερών που είχε κατασκευάσει και για τους δύο ο Δαίδαλος, χρησιμοποιώντας πούπουλα και κερί. Τα φτερά αυτά τα προσάρτησαν στους ώμους τους και πέταξαν στον ουρανό. Ο Ίκαρος όμως, γοητευμένος από την πτήση, παράκουσε την εντολή του πατέρα του να μην πετάει πολύ ψηλά για να μη λιώσει από τη ζέστη του ήλιου το κερί των φτερών, ούτε και πολύ χαμηλά για να μην λυθούν τα φτερά από την υγρασία της θάλασσας: πέταξε ψηλά με αποτέλεσμα να λιώσει το κερί και να αποκολληθούν τα φτερά, να πέσει στη θάλασσα και να χάσει τη ζωή του. Η θαλάσσια περιοχή όπου ο Ίκαρος βρήκε τον θάνατο ονομάστηκε έκτοτε Ικάριο Πέλαγος ή Ικάριος Πόντος. Η περιοχή αυτή βρίσκεται νότια του νησιού που ονομάστηκε Ικαρία. Έτσι διηγείται την ιστορία του Ικάρου ο Απολλόδωρος. Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Ίκαρος, αναζητώντας τον πατέρα του Δαίδαλο που είχε εξοριστεί στην Κρήτη, επιβιβάστηκε σε πλοίο για να ταξιδέψει, το πλοίο όμως ναυάγησε κοντά στη Σάμο και η θάλασσα ξέβρασε το σώμα του στο νησί, το οποίο από το γεγονός αυτό ονομάστηκε Ικαρία. Η Ικαρία έχει κατοικηθεί πριν από το 7.000 π.Χ., όταν εγκαταστάθηκαν Νεολιθικοί προ των Ελλήνων κάτοικοι που οι μετέπειτα Έλληνες αποκαλούσαν Πελασγούς. Γύρω στο 750 π.Χ. Έλληνες από τη Μίλητο αποίκισαν την Ικαρία ιδρύοντας εγκαταστάσεις στην περιοχή που σήμερα αποκαλείται Κάμπος, την οποία τότε αποκαλούσαν Οινόη για το κρασί της. Τον 6ο αιώνα π.Χ. η Ικαρία συνενώθηκε με τη Σάμο και αποτέλεσε τμήμα της θαλάσσιας αυτοκρατορίας του Πολυκράτη. Εκείνη την εποχή χτίστηκε ο ναός της Αρτέμιδος στο Να, στη βορειοανατολική γωνία του νησιού. Ο Νας ήταν ιερός τόπος και για τους Προέλληνες κατοίκους του Αιγαίου και ένα σημαντικό λιμάνι του νησιού στην αρχαιότητα, ο τελευταίος σταθμός πριν εξερευνηθούν οι επικίνδυνες θάλασσες γύρω από την Ικαρία. Ήταν ένα κατάλληλο μέρος για τους ναυτικούς να κάνουν θυσίες στην Άρτεμη, η οποία εκτός των άλλων ήταν και προστάτης των θαλασσοπόρων. Ο ναός διατηρούνταν σε καλή κατάσταση μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν λεηλατήθηκε από τους κατοίκους του χωριού Χριστός Ραχών , οι οποίοι πήραν το μάρμαρο προκειμένου να φτιάξουν ασβέστη για την εκκλησία στο χωριό τους. Το 1939 έγιναν ανασκαφές στην περιοχή από τον Έλληνα αρχαιολόγο Λίνο Πολίτη. Κατά την Γερμανική και Ιταλική κατοχή της Ικαρίας κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο , πολλά από τα τεχνουργήματα που είχαν βρεθεί από τον Πολίτη εξαφανίστηκαν. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση υπάρχουν ακόμα μαρμάρινα αγάλματα κάτω από την άμμο της παραλίας.
Η Σάμος είναι ελληνικό νησί του ανατολικού Αιγαίου περί το μέσον αυτού και ανατολικά του Ικαρίου πελάγους, και ανήκει στον ομώνυμο νομό Σάμου . Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, έχει 32.974 κατοίκους. Το νησί είναι σήμερα γνωστό για το γλυκό μοσχάτο κρασί του "Νέκταρ", την οργιώδη βλάστηση και τα τουριστικά αξιοθέατά του, αλλά και για τις προσωπικότητες που παρείχε στην ελληνική ιστορία, όπως τον Πυθαγόρα , τον φιλόσοφο Επίκουρο, τον αστρονόμο Αρίσταρχο σχεδίασε τον πρώτο ηλιοκεντρικό χάρτη και άλλους. Επίσης εκεί παρήχθησαν τα πρώτα χάλκινα αγάλματα και τα αγγεία της Σάμου ήταν ξακουστά το 550 π.Χ. Το Ηραίο έχει ανακηρυχθεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Στη Σάμο βρίσκεται το Ευπαλίνειο όρυγμα , υπόγειο υδραγωγείο και σημαντικό τεχνικό έργο της αρχαιότητας, που περιγράφηκε από τον Ηρόδοτο. Η σήραγγα μήκους 1.036 μέτρων ανοίχτηκε ταυτόχρονα από τις δύο πλευρές του βουνού και οι δυο σήραγγες συναντήθηκαν περίπου στο μέσον, με ακρίβεια αξιοθαύμαστη για τα τεχνικά μέσα της εποχής. Άλλο σημαντικό αξιοθέατο της Σάμου είναι το Ηραίον. Στα αρχαία χρόνια, ο ναός της Ήρας, το Ηραίον ήταν ο μεγαλύτερος στην Ελλάδα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Τα ερείπια του ναού βρίσκονται κοντά στο σύγχρονο Ηραίον, το οποίο είναι ένας παραθαλάσσιος τουριστικός οικισμός. Στις αρχαίες πηγές η Σάμος εμφανίζεται με πολλά ονόματα: Υδρηλή, λόγω των πηγών της, Μελάμφυλλος, Μελάνθεμος, Φυλλίς και Ανθεμίς, για την πλούσια και ξεχωριστή χλωρίδα της, που τη χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα, και Δόρυσσα, Δρυούσα και Κυπαρισσία για τα δέντρα της, που αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για την ανάπτυξη της ναυπηγικής τέχνης. Πιθανότατα, τα περισσότερα από αυτά τα ονόματα να ήταν απλώς επίθετα, αφού, παράλληλα, το όνομα Σάμος εμφανίζεται σταθερά στις αρχαίες πηγές και μάλλον προέρχεται από μια αρχαία ρίζα (sama), που σημαίνει τόπο με ψηλά βουνά. Στις πηγές συναντάται και μία παράδοση, που ερμηνεύει το όνομα από τον Σάμο , γιο του Αγκαίου , του πρώτου μυθικού οικιστή του νησιού. Κατά την ιστορική παράδοση, το νησί κατοίκησαν διαδοχικά Πελασγοί, Κάρες και Λέλεγες. Το νησί κατοίκησε πρώτος ο Αγκαίος από την Αρκαδία, ο οποίος είχε μάλιστα πάρει μέρος και στην Αργοναυτική εκστρατεία. Ο μύθος αυτός υποδηλώνει τη μετακίνηση προς τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, άρα και προς τη Σάμο, πληθυσμών από την κυρίως Ελλάδα, στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Οι πρώτοι άποικοι του νησιού ήταν Ίωνες από την περιοχή της Επιδαύρου, με επικεφαλής τον Τεμβρίωνα, και, κατόπιν, τον Προκλή, φέρνοντας μαζί τους και τη λατρεία της θεάς Ήρας. Από τα ανασκαφικά δεδομένα είναι γνωστό ότι στο χώρο του Ηραίου, στη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού, υπάρχουν εγκαταστάσεις και αλλεπάλληλες φάσεις κατοίκησης ήδη από την Πρωτοελλαδική περίοδο, στα μέσα της τρίτης χιλιετίας π.Χ., ως και τα τελευταία Υστεροελλαδικά χρόνια. Η ανθρώπινη παρουσία στο νησί μπορεί να τοποθετηθεί ήδη κατά τη Νεολιθική περίοδο, ενώ περιορισμένη άνθηση υπάρχει κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Έτσι, η λατρεία της Ήρας διαδέχεται εκείνη της προϊστορικής Μητέρας Θεάς, που υπήρχε ήδη από τα μέσα της δεύτερης προχριστιανικής χιλιετίας. Η Σάμος έγινε ένα από τα 12 μέλη του Κοινού των Ιώνων ή της Ιωνικής Δωδεκάπολης. Γύρω στο 650 π.Χ. ήταν ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα στο Αιγαίο -τη βοηθούσε και η θέση της. Το νησί ήταν γνωστό από την αρχαιότητα για τα κρασιά του αλλά και τα κεραμεικά του, που τα εξήγαγε, ενώ εισήγαγε υφάσματα από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και γενικά ανέπτυσσε έντονο διαμετακομιστικό εμπόριο. Οι Σάμιοι άνοιξαν εμπορικές οδούς με την Αίγυπτο, την Κυρήνη, την Κόρινθο αλλά και με τη Μαύρη Θάλασσα. Το εμπόριο έφερε και τη ρήξη με την εμπορική αντίπαλο Μίλητο. Χάρη στη συμμαχία τους με την Αίγυπτο αλλά και το δικό τους σημαντικό στόλο, οι Σάμιοι αντιστάθηκαν επί πολύ στον περσικό επεκτατισμό. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ήταν οι πρώτοι Έλληνες που έφτασαν στα στενά του Γιβραλτάρ.Το 535 η ολιγαρχία καταλύθηκε από τον Πολυκράτη που επέβαλε τυραννίδα μαζί με τα αδέλφια του, ένα από τα οποία στη συνέχεια σκότωσε και το άλλο το εξόρισε. Εντούτοις επί Πολυκράτη η Σάμος έφτασε στην ακμή της, παρότι ο στόλος της συνέχιζε να λειτουργεί και με πειρατικά κριτήρια, τα οποία την εποχή εκείνη θεωρούνταν περισσότερο πολεμικές επιχειρήσεις παρά κοινές ληστρικές. Όταν ο Πολυκράτης εκτελέστηκε από έναν σατράπη των Περσών που τον παρέσυρε σε παγίδα, το νησί κατακτήθηκε από την Περσία και ο πολιτισμός του σχεδόν αφανίστηκε και γι' αυτό συμμετείχε στην Ιωνική επανάσταση το 499 π.Χ. Εντούτοις ο ανταγωνισμός των Σαμίων προς τους Μιλησίους τους οδήγησε σε σχεδόν προδοτική συμπεριφορά στην αποφασιστική ναυμαχία του 494 π.Χ. στη Λάδη. Το 379 π. Χ. πάντως οι Σάμιοι ηγήθηκαν της επανάστασης εναντίον της Περσίας. Σε αυτή τη διαμάχη ανάμεσα στην Πελοποννησιακή Συμμαχία και την Αθηναϊκή, οι Σάμιοι τάχθηκαν με την Αθήνα. Όταν όμως οι Αθηναίοι υποστήριξαν σε μια διαμάχη τη Μίλητο, οι Σάμιοι αποχώρησαν από την αθηναϊκή συμμαχία. Τελικά αναγκάστηκαν να επανέλθουν με τη βία, χωρίς όμως να τιμωρηθούν τόσο σκληρά όσο άλλες πόλεις και νησιά που αποστάτησαν τότε. Γενικά η Σάμος είχε θέση ισοτιμίας με την Αθήνα σε σύγκριση με άλλες πόλεις και όταν οι Πεισιστρατίδες καταδίωκαν τους δημοκρατικούς της Αθήνας, εκείνοι μετέφεραν την έδρα του δημοκρατικού κόμματος στη Σάμο. Το νησί σταδιακά έγινε δημοκρατικό κι αυτό, αλλά όταν η Αθήνα ηττήθηκε με το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο ναύαρχος και ηγέτης των Σπαρτιατών, επέβαλε στη Σάμο την ολιγαρχία. Με την Ανταλκίδειο ειρήνη το νησί ξαναπέρασε στην περσική κυριαρχία και οι Αθηναίοι μπόρεσαν να το αποσπάσουν από αυτήν το 366 π.Χ. Στο διάστημα 275-270 π.Χ. το νησί αποτέλεσε βάση του Αιγυπτιακού στόλου του
Πτολεμαίου. Στη συνέχεια βρέθηκε κάτω από την εξουσία των Σελευκιδών . Το 189 π.Χ. οι Ρωμαίοι παραχώρησαν το νησί στο φιλικό προς αυτούς Βασίλειο της Περγάμου . Στα τέλη των Μιθριδατικών πολέμων το νησί αντιμετώπισε επιδρομές πειρατών. Παρόλα αυτά η Σάμος παρέμεινε ανθηρή και ακμάζουσα πόλη κατά την Ρωμαϊκή περίοδο.
Η Χίος είναι νησί του Ανατολικού Αιγαίου . Απέχει ελάχιστα από τις ακτές της
Μικράς Ασίας . Μόλις 3,5 ναυτικά μίλια τη χωρίζουν από το ακρωτήριο Πούντα ως τη χερσόνησο της Ερυθραίας στο ύψος του Τσεσμέ. Είναι το πέμπτο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας (842 τετρ.χιλιόμετρα ) με μήκος ακτών 213 χιλιόμετρα και πληθυσμό, που ζει στην πόλη της Χίου, πρωτεύουσα και κύριο λιμάνι του νησιού καθώς και στα 64 χωριά του νησιού. Ακόμα η Χίος έχει μεγάλη απόδημη κοινότητα σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη. Τα κύρια προϊόντα που εξάγει είναι η ονομαστή χιώτικη μαστίχα , το λάδι, τα σύκα και το κρασί, ενώ έχει διεθνή φήμη για το μέγεθος και την ποιότητα της ναυτιλίας της. Διοικητικά, μαζί με τα νησιά Οινούσσες και Ψαρά , αποτελεί τον νομό Χίου. Για το όνομα της Χίου έχουν πλεχτεί πολλοί μύθοι. Το παλαιότερο όνομα του νησιού ήταν, κατά τον Όμηρο , προελληνικό, Κίος ή Κέως, ονόματα παραπλήσια με το σημερινό. Οι παλαιότεροι μύθοι αναφέρουν ότι το όνομα «Χίος» προέρχεται από τη Χιόνη που ήταν νύμφη, κόρη του Οινοπίωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο πρώτος κάτοικος και βασιλιάς του νησιού ήταν ο Οινοπίων, γιος του Διονύσου και της Αριάδνης, ο οποίος ήρθε από την Κρήτη στο νοτιότερο άκρο της Χίου και έμαθε στους κατοίκους του νησιού το εμπόριο , τη θάλασσα και το πώς να καλλιεργούν τα αμπέλια. Εκτός από τη Χιόνη, την πατρότητα της Χίου διεκδικεί και άλλο μυθικό πρόσωπο, ο Χίος, γιος του Ωκεανού ή του Ποσειδώνα π, που ονομάστηκε έτσι επειδή κατά τη γέννησή του έπεσε πολύ χιόνι. Κατά τον ιστορικό - γεωγράφο Ισίδωρο, οι Σύροι αποκαλούσαν Χίο τη μαστίχα. Άλλο όνομα της Χίου ήταν Πιτυούσα, μάλλον λόγω των πολλών πεύκων που υπήρχαν, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της. Άλλο όνομά της ήταν Αριούσα από το δέντρο «αριών», το οποίο είναι ένα είδος δρυός πρίνου. Τα άρια (δρυς) κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος της βορειοδυτικής Χίου. Άλλα ονόματα ήταν Αιθάλη (αναφέρει ο έφορος Πλίνιος) και Αρέθουσα, αναφέρουν ο Ιταλός Ruberto Valentino και ο Ιερώνυμος. Η προϊστορική παράδοση αναφέρει δύο ανθρώπους που πρωτοκατοίκησαν το νησί, τον Οινοπίωνα και τον Μάκαρα. Ο Οινοπίωνας ήταν ο πρώτος μυθικός βασιλιάς της Χίου, είχε κρητική καταγωγή και ήταν αυτός που έφερε στη Χίο την καλλιέργεια του αμπελιού και την παραγωγή του καλύτερου οίνου της εποχής, του Αριούσιου Οίνου. Τα εγκώμια γι’ αυτόν τον οίνο ήταν πολλά, όπως νέκταρ, γλυκύτατος, θεραπευτικός, αρωματικός και εύπεπτος. Πατέρας του Οινοπίωνα ήταν ο Θεός Διόνυσος και μητέρα του η Αριάδνη, κόρη του Βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα. Από τον πατέρα του κληρονόμησε την αγάπη του για το κρασί και την μετέδωσε και στους Χιώτες. Με τον Οινοπίωνα συνδέεται και ο μύθος του Ωρίωνα, του διασημότερου μυθικού ήρωα της Χίου. Ο Ωρίων ήταν γιος του Θεού Ποσειδώνα και της Ευρυάλης , κόρης του Μίνωα. Ήταν επίσης γίγαντας και περίφημος κυνηγός. Ο Ωρίων αγάπησε την κόρη του Οινοπίωνα, Μερόπη, της οποίας το χέρι ζήτησε από τον πατέρα της. Ο Οινοπίωνας του ανέθεσε αρχικά να εξολοθρεύσει τα άγρια θηρία της Χίου. Ο Ωρίωνας κατάφερε να τα εξολοθρεύσει, αλλά ο Οινοπίωνας αθέτησε το λόγο του και δεν του έδινε την κόρη του. Ο Ωρίωνας φανερά στεναχωρημένος μέθυσε και έκλεψε την κόρη του Οινοπίωνα, Μερόπη. Για την ασέβειά του αυτή ο Οινοπίωνας τον τύφλωσε και τον έδιωξε από το νησί. Υπάρχουν βεβαίως και άλλες εκδοχές του μύθου. Η Χίος τιμούσε σαν ήρωα το μυθικό οικιστή και εκπολιτιστή της, Οινοπίωνα και η λατρεία του συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα. Οι παλαιότεροι κάτοικοι του νησιού ήταν οι Πελασγοί, οι οποίοι έφθασαν από τη Θεσσαλία, οι Κάρες και οι Λέλεγες. Αργότερα εγκαταστάθηκαν οι Άβαντες και τέλος οι Ίωνες . Αυτοί οι λαοί έζησαν για χιλιετίες στη Χίο και από την ανάμειξή τους με τους Δωριείς, οι οποίοι τους υπέταξαν και τους αφομοίωσαν, προήλθε ο πληθυσμός της Χίου. Για τους Πελασγούς ο Στράβων αναφέρει χαρακτηριστικά: «Χίοι οικιστές εαυτών Πελασγούς γασι τους εκ της Θετταλίας». Όμοιες πληροφορίες μας δίνουν και οι Ευστάθιος, Μενεκράτης ο Ελαΐτης. Για την παρουσία των Αβάντων μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος , ο οποίος αναφέρει ότι ξεκίνησαν από την Εύβοια και εποίκισαν τη Χίο. Κατά τον Αριστοτέλη, το όνομά τους προέρχεται από την πόλη Άβα της Φωκίδας, από την οποία Θράκες άποικοι μετοίκησαν στην Εύβοια. Αναφορά στους Κάρες γίνεται από το Στράβωνα, ο οποίος αναφέρει ότι οι Κάρες κατείχαν την περιοχή από τη Μίλητο έως την παραλία της Εφέσου. Επίσης αναφέρει ότι στα νησιά Χίο και Σάμο κατοικούσαν και οι Λέλεγες, όπως και οι Κάρες και αργότερα εκδιώχθηκαν από τους Ίωνες. Κατά την ελληνική παράδοση, οι Κάρες ονομάζονταν προηγουμένως Λέλεγες και κατοικούσαν στα νησιά του Αιγαίου σαν υπήκοοι του Μίνωα. Οι πληροφορίες δυστυχώς είναι συγκεχυμένες και γι΄ αυτό δεν μπορούμε να καθορίσουμε την προέλευση των λαών, όπως και το χρόνο εγκατάστασης και παραμονής τους στο νησί. Δύο κυρίως αρχαιολογικές θέσεις της Χίου, το Άγιο Γάλα και τον Εμπορειό, μας δίνουν πληροφορίες από την πρώιμη Νεολιθική εποχή (6000-5000 π.Χ.) για τους προελληνικούς λαούς που είχαν εγκατασταθεί. Ο αρχαιολογικός χώρος του Εμπορειού αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα παραθαλάσσιου οικισμού, του οποίου η οικονομία βασιζόταν στην κτηνοτροφία, την αλιεία και το κυνήγι. Τα δέκα ευκρινώς διακρινόμενα στρώματα από τις ανασκαφές στον Εμπορειό καλύπτουν τη χρονική περίοδο 6000 π.Χ. έως τα τέλη της πρώιμης Εποχής του Χαλκού (2000 π.Χ.). Η κύρια περίοδος της Εποχής του Χαλκού (2800-1100 π.Χ.) έχει σαν κύρια γνωρίσματά της τη χρήση των μετάλλων, την καλύτερη κατανομή εργασίας και την ίδρυση οχυρωμένων αστικών κέντρων. Στον Εμπορειό είχε ιδρυθεί αρχικά οικισμός στο νότιο τμήμα του λιμανιού, ο οποίος αργότερα επεκτείνεται και προς την κορυφή του λόφου της Ακροπόλεως και οχυρώνεται με πέτρινο τείχος. Στα μέσα της Γ’ χιλιετηρίδας το Εμπορειό καταστράφηκε από πυρκαγιά και ξαναχτίστηκε αποτελώντας ένα αξιόλογο αστικό κέντρο. Κατά τους πρώτους αιώνες της Μέσης Εποχής του Χαλκού (Μεσοελλαδική 1900 – 1600 π.Χ.) νέο κύμα εισβολέων κατακλύζει το Αιγαίο. Οι ερευνητές τους αναφέρουν σαν Αχαιούς και άλλοι σαν Ίωνες, οι οποίοι θα εγκολπωθούν το Μινωικό πολιτισμό και θα τον μετασχηματίσουν σε Μυκηναϊκό. Η Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1600-1100 π.Χ.) είναι πολύ σημαντική, γιατί για πρώτη φορά γίνεται αποικισμός από ελληνικά φύλα. Επειδή η μητρόπολη αυτού του πολιτισμού ήταν οι Μυκήνες, γι΄ αυτό ονομάστηκε Μυκηναϊκός πολιτισμός. Η μυκηναϊκή περίοδος χαρακτηρίζεται από την αύξηση των οικισμών και την εξάπλωση του εμπορίου με το Μυκηναϊκό κόσμο. Τα μυκηναϊκά αγγεία που βρέθηκαν στον Εμπορειό αποδεικνύουν τις άμεσες εμπορικές σχέσεις μεταξύ Χίου και Κρήτης. Ο Μυκηναϊκός οικισμός του Εμπορειού εγκαταλείφθηκε ή καταστράφηκε στις αρχές του 11ου π.Χ. αιώνα και παρέμεινε ακατοίκητος και έρημος για τρεις τουλάχιστον αιώνες. Όταν μάλιστα ιδρύθηκε ο νέος οικισμός, αυτός χτίστηκε στις δυτικές πλαγιές του λόφου του Προφήτη Ηλία. Στα μέσα του 11ου π.Χ. αιώνα υποθέτουμε ότι ξεκίνησε ο αποικισμός της Χίου από τους Ίωνες. Οι Ίωνες διακρίθηκαν σαν έμποροι και ναυτικοί, όπως επίσης αναδείχθηκαν και πρωτοπόροι στα γράμματα και τις τέχνες. Σ' αυτό συνέβαλαν πολλοί παράγοντες, όπως το εύφορο έδαφος, η γεωγραφική της θέση και τα μεγάλα λιμάνια της. Αξιοσημείωτο είναι ότι περίφημα κατά την αρχαιότητα ήταν τα γεωργικά προϊόντα της Χίου, όπως το κρασί της που έφθανε ως τα πέρατα του κόσμου. Εκτός από τους Ίωνες υπάρχουν ενδείξεις ότι Αιολείς άποικοι εγκαταστάθηκαν στο βόρειο μέρος του νησιού, προερχόμενοι από τη Λέσβο. Οι άποικοι, που εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Μικράς Ασίας και τα γειτονικά νησιά ανήκαν στα ελληνικά φύλα που ανέπτυξαν το Μυκηναϊκό πολιτισμό, του οποίου πολιτιστικά στοιχεία έφεραν από τις πατρίδες τους. Από αυτά τα σημαντικότερα ήταν τα επικά. Έτσι γεννήθηκαν τα Ομηρικά Έπη , τα σημαντικότερα δημιουργήματα της ελληνικής, αλλά και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, έργα του ποιητή Ομήρου. Η Χίος μετά τον αποικισμό αρχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ιστορικό ρόλο. Εκτός της Χίου, οι Ίωνες είχαν κατακτήσει τη Σάμο και άλλες δέκα πόλεις της Μικράς Ασίας, ιδρύοντας έτσι τη Δωδεκάπολη των Ιώνων . Σύντομα οι πόλεις που είχαν κατακτηθεί από τους Ίωνες είχαν δημιουργήσει μια ομοσπονδία, ενώ έπαιξαν και σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του Ελληνικού πολιτισμού. Η Χίος ήταν από τις πρώτες ελληνικές πόλεις που από τον 7ο αιώνα π.Χ. ανέτρεψαν την βασιλεία και δημιούργησαν ένα αναπτυγμένο πολιτικό σύστημα, όπου η εξουσία περιήλθε στους Ευπατρίδες (ανώτατη τάξη πολιτών). Αυτοί είχαν πολλά προνόμια και συγκέντρωναν όλες τις πολιτικές και θρησκευτικές αρχές της πόλης, ρυθμίζοντας όσα αφορούσαν τη θρησκεία και ερμηνεύοντας τους νόμους. Ο βασιλιάς υπήρχε ακόμη, όμως την εξουσία την είχε κυρίως ο δήμαρχος, ο άρχων του δήμου, όπως και η βουλή, την οποία αποτελούσαν 50 άνδρες από κάθε φυλή. Ο δήμαρχος και η βουλή συνεδρίαζαν συνήθως μια φορά το μήνα και η εξουσία τους ήταν διοικητική και δικαστική. Οι διατάξεις αυτές εμφανίζονται δημοκρατικότερες από τη βουλή των τετρακοσίων του Σόλωνα στην Αθήνα. Η Χίος αναπτύχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες πόλεις των αρχαίων χρόνων, με πληθυσμό 60-80.000 κατοίκους και ταυτόχρονα σε μια μεγάλη ναυτική δύναμη. Είναι χαρακτηριστικό πως έχουν βρεθεί χιώτικοι αμφορείς σε κάποια σημεία της Ρωσίας αλλά και της Βόρειας Αιγύπτου . Η Χίος εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα σημεία εξαγωγής κρασιού, τον επονομαζόμενο Αριούσιο οίνο, ο οποίος ήταν γνωστός για την εξαιρετική του ποιότητα αλλά και για το ότι ήταν ένα από τα πιο ακριβά κρασιά της Ελλάδας εκείνη την εποχή. Το πολίτευμα που υπήρχε κατά την Ιωνική κυριαρχία θεωρείται δημοκρατία στα πρώτα βήματά της. Η περίοδος αυτή έφτασε στο τέλος της, όταν η Χίος κατακτήθηκε από τους Πέρσες το 493 π.Χ. , μετά την αποτυχημένη αντίσταση που προέβαλαν οι Χιώτες. Οι Πέρσες κατέστρεψαν τους αμπελώνες του νησιού, έκαναν καταστροφές, ενώ έστειλαν και πολλούς αιχμαλώτους στον Πέρση βασιλιά. Το 479 π.Χ. οι Χιώτες επαναστάτησαν και μετά τη μάχη της Μυκάλης απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, ενώ συμμετείχαν και στην Δηλιακή Συμμαχία . Οι Χιώτες ξανάχτισαν την πόλη και παρουσίασαν μεγάλη πρόοδο στη ναυτιλία, το εμπόριο, τη βιομηχανία και την παραγωγή κρασιού. Το νησί απέκτησε πλούτο, ο οποίος εξασφάλισε ανέσεις στους κατοίκους. Χαρακτηριστικά αυτής της εποχής είναι οι φράσεις χιώτικη χαρά και χιώτικη ζωή. Η περίοδος αυτή κράτησε για μισό αιώνα, μέχρι την έναρξη δηλαδή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, οι Χιώτες πολέμησαν στο πλευρό των Αθηναίων, έως και την καταστροφική ήττα τους στη Σικελία, οπότε και συμμάχησαν με τους Σπαρτιάτες. Μετά την υπογραφή της Ανταλκιδείου Ειρήνης όμως η Χίος επέστρεψε στο πλευρό των Αθηναίων. Την άνοιξη του 334 π.Χ., που ξεκινούσε ο Αλέξανδρος από την Πέλλα, με σκοπό την κατάκτηση της Περσικής αυτοκρατορίας, στη Χίο την εξουσία κατείχε ολιγαρχία που είχε επιβάλει η Περσία. Γι’ αυτό, μετά τη νίκη των Μακεδόνων στο Γρανικό , ο Αλέξανδρος έστειλε τον στρατηγό Αλκίμαχο για να διώξει τις φιλοπερσικές ολιγαρχίες από τα νησιά και να τις αντικαταστήσει με δημοκρατικά πολιτεύματα. Ο Αλέξανδρος, μετά την εκδίωξη των Περσών από τη Χίο, έστειλε δύο σημαντικότατες επιστολές (332 π.Χ.). Η πρώτη επιστολή αναφέρει: 1) να δεχθούν όλους τους εξόριστους, να καθιερώσουν δημοκρατικό πολίτευμα, να εκλέξουν νομογράφους, να διορθώσουν τους νόμους τους, 2)να δώσουν στον Αλέξανδρο 20 τριήρεις και να τις συντηρούν με δικά τους έξοδα, 3) να μη γίνονται δεκτοί στις πόλεις της συμμαχίας όσοι προδότες εγκαταλείψουν τη Χίο, 4) αν προκύψουν διαφωνίες με τους εξόριστους να επιλύονται από τον Αλέξανδρο και 5) να παραμείνει Μακεδονική φρουρά στο νησί και να συντηρείται με έξοδα των Χιωτών. Από την επιστολή καταλαβαίνουμε ότι ήδη η Χίος ανήκε στην Κορινθιακή συμμαχία. Η δεύτερη επιστολή αναφέρει ότι όσοι προδότες δεν καταβάλουν το πρόστιμο που όρισε ο δήμος, θα πρέπει να τεθούν υπό εγγύηση και να αλυσοδεθούν. Ακόμη, αν κάποιος αποδράσει, το προβλεπόμενο πρόστιμο να δίνεται από τους εγγυητές του. Επίσης, κανένας Χιώτης να μην προσαχθεί σε δίκη με την κατηγορία του ‘Βαρβαρισμού’. Η επιστολή καταλήγει ότι, αν οι Χιώτες συμμορφωθούν στις υποδείξεις του Αλέξανδρου, θα τους εξυπηρετεί στο μέλλον. Στη Χίο υπήρχε ισχυρό φιλομακεδονικό κόμμα, του οποίου φορείς ήταν δημοκρατικοί πολίτες, ενώ η ολιγαρχία υποστήριζε την Περσία. Ο Αλέξανδρος έδειξε ενδιαφέρον για τη Χίο και συνήψε προσωπικές φιλίες με επιφανείς Χιώτες πολίτες (όπως το Θεόπομπο ). Η Χίος κράτησε φιλομακεδονική στάση από την αρχή της εκστρατείας της Μακεδονίας κατά των Περσών και τάχθηκε στο πλευρό τους. Το 86 π.Χ. ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης Στ' Ευπάτωρ κατέλαβε την πρωτεύουσα του νησιού με τους στρατηγούς του. Οι κάτοικοι της πόλης εκτοπίστηκαν και στην θέση τους εγκαταστάθηκαν Πόντιοι άποικοι. Τότε ο Μιθριδάτης μετονόμασε την πόλη σε «Βερενίκη», προς τιμήν της τρίτης του συζύγου Βερενίκης που ήταν Χιώτισσα. Φαίνεται πως η νέα ελληνιστική ονομασία τερματίστηκε με την ρωμαϊκή κατάληψη της νήσου. Οι Χιώτες συμμάχησαν με τους Ρωμαίους και αρχικά απολάμβαναν κάποια προνόμια. Οι Ρωμαίοι όμως με το πέρασμα των χρόνων αφαίρεσαν πολλά έργα τέχνης από το νησί, ενώ επακολούθησαν και κάποιοι καταστρεπτικοί σεισμοί.
Τα Ψαρά είναι νησί του Βορειοανατολικού Αιγαίου, βορειοδυτικά της νήσου Χίου , έδρα του ομώνυμου δήμου , της περιφέρειας Βορείου Αιγαίου . Έχει έκταση 40 km2 και το μήκος των ακτών του υπολογίζεται στα 45 χιλιόμετρα. Ο πληθυσμός του νησιού, κατά την απογραφή του 2011, ήταν 446 κάτοικοι. Τα Ψαρά είναι γνωστά κυρίως από τη μεγάλη καταστροφή που υπέστησαν το 1824, κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα εναντίον των Τούρκων. Το νησί ήταν γνωστό στην αρχαιότητα με το όνομα Ψύρα ή Ψυρ(ρ)ίη ή Ψυρία . Η αρχαιότερη γνωστή μαρτυρία είναι η Οδύσσεια του Ομήρου όπου αναφέρεται ως Ψυρ(ρ)ίη , στη διήγηση του Νέστωρα , στο επεισόδιο του Νόστου. Αναφέρεται επίσης από τον Στράβωνα ως τα Ψύρα. Με την ίδια ονομασία αναφέρεται και σε έργο του 11ου αιώνα (του Ευσταθίου του Θεσσαλονικέως που απέδωσε στα ελληνικά την Περιήγηση της Οικουμένης, του Διονυσίου του Περιηγητή ) και εκεί σημειώνει «Ψυρία δε νησίδιον, Χίου φασίν απέχον σταδίου ογδοήκοντα λιμένα έχον νηών είκοσι, λέγεται δε και ουδετέρως τα Ψύρα ». Στα Ψαρά, οι αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως ευρήματα της ανθρώπινης δραστηριότητας, αδιαλλείπτως από την Τελική Νεολιθική περίοδο (5η-4η χιλιετία π.Χ) έως τον 5ο αι.π.Χ. , με κορυφαία περίοδο ακμής την ύστερη εποχή του Χαλκού (14ος-12ος αι. π.Χ.). Από την προϊστορική περίοδο έχουν βρεθεί τάφοι όπου φαίνεται ότι οι άνθρωποι θάβονταν σε εμβρυική στάση. Από τη μυκηναϊκή περίοδο βρέθηκαν επίσης κιβωτιόσχημοι τάφοι κι ένας θολωτός. Επίσης βρέθηκαν χάλκινα ξίφη, σκουλαρίκια, περιδέραια κ.α. Από τα ομηρικά χρόνια έχουν βρεθεί τμήματα πήλινων αγγείων. Κομμάτια από αγγεία βρέθηκαν και στο νησάκι του Αγίου Νικολάου (που λέγεται σήμερα και Αϊ-Νικολάκι). Στην ιστορική Μαύρη Ράχη ή Παλαιόκαστρο υπάρχει οικισμός των ελληνιστικών χρόνων, στο Φτελιό και στη Λήμνο κεραμική της ίδιας εποχής, στον Ξηρόκαμπο κατάλειπα εγκατάστασης των Ρωμαϊκών χρόνων και στο σημερινό οικισμό, νεκρόπολη της ύστερης ρωμαιοκρατίας με επιτύμβιες στήλες. Δεν έχει βρεθεί ακρόπολη ή αμυντικά έργα, γεγονός που αποδίδεται στους πολλούς υφάλους που προστατεύουν με φυσικό τρόπο το νησί. Τα Ψαρά έχουν κατοικηθεί από τη Μυκηναϊκή περίοδο και οι κάτοικοί τους ζούσαν κυρίως από τη θάλασσα. Ηταν σε γενικές γραμμές νησί ασήμαντο στρατηγικά και άγονο. Από τα γραπτά κείμενα του Ευσταθίου ξέρουμε ότι το νησί δεν είχε ούτε καν αμπέλια, εντούτοις διέθετε ναό του Βάκχου. Υπήρχε μάλιστα (όπως αναφέρει ο Ευστάθιος) η αρχαία περιπαικτική παροιμία (για όσους πήγαιναν σε συμπόσια και δεν έπιναν κρασί) «Ψύρα τον Διόνυσον άγοντες». Γνωρίζουμε επίσης ότι υπήρχε λιμάνι στο οποίο μπορούσαν να ελλιμενισθούν 20 πλοία του μεγέθους της εποχής εκείνης. Το νησί μπορεί να έμεινε κατά μακρές περιόδους σχεδόν ακατοίκητο και ειδικά μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης οι λιγοστοί κάτοικοι έφυγαν κι αυτοί (κυρίως για τη Χίο επειδή φοβούνταν τις πειρατικές επιδρομές).
Η Λέσβος είναι ελληνικό νησί στο βορειοανατολικό Αιγαίο . Είναι το τρίτο σε μέγεθος ελληνικό νησί μετά την Κρήτη και την Εύβοια , με έκταση 1.636 τ.χλμ. και ακτογραμμή 371 χλμ. Το νησί έχει πληθυσμό 85.330 κατοίκους. Διοικητικά ανήκει στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου και στο Νομό Λέσβου . Βρίσκεται απέναντι από τις Τουρκικές ακτές, από το στενό της Μυτιλήνης, στα Α και από το στενό Μουσελίμ, στα Β. Έχει δύο κόλπους. Ο μεγαλύτερος είναι της Καλλονής και ο μικρότερος της Γέρας. Πρωτεύουσα του νησιού, καθώς και του ομώνυμου Νομού Λέσβου , είναι η Μυτιλήνη, (απ΄όπου η άλλη κοινή ονομασία του νησιού), κτισμένη στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού πανω σε επτα λοφους. Η ηφαιστειακή δραστηριότητα των προϊστορικών ηφαιστείων της Λέσβου προκάλεσε την έξοδο τεράστιων ποσοτήτων λάβας, στάχτης και άλλων υλικών που σκέπασαν μεγάλες εκτάσεις. Η βλάστηση εκείνης της εποχής σκεπάστηκε από παχιά στρώματα ηφαιστειακής στάχτης. Στη συνέχεια, οι έντονες βροχοπτώσεις που ακολούθησαν, παρέσυραν τη στάχτη από τις περιοχές με μεγάλο υψόμετρο. Έτσι δημιουργήθηκαν πυροκλαστικές ροές υλικών που κινήθηκαν προς τα δυτικά και κάλυψαν το μεγάλο πυκνό δάσος που υπήρχε εκείνη τη περιοχή στη δυτική Λέσβο. Η κίνηση του υλικού ήταν ταχύτατη και κάλυψε αμέσως τους κορμούς, τα κλαδιά και τα φύλλα των δέντρων. Η απομόνωση των φυτικών ιστών από τις επιφανειακές συνθήκες και η έντονη υδροθερμική κυκλοφορία , θερμών ρευστών πλουσίων σε πυρίτιο που ακολούθησε, επέτρεψε την τέλεια απολίθωση των φυτικών ιστών, κάτω από ιδανικές συνθήκες. Κατά τη διαδικασία αυτή είχαμε αντικατάσταση μόριο προς μόριο της οργανικής φυτικής ύλης από ανόργανη ύλη των ρευστών. Με το τρόπο αυτό διατηρήθηκαν πολύ καλά τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των δέντρων, όπως η εξωτερική επιφάνεια του κορμού, οι αυξητικοί δακτύλιοι καθώς και η εσωτερική δομή του ξύλου. Τώρα αυτοί οι κορμοί αποκαλύπτονται με τη φυσική διάβρωση του εδάφους και αποτελούν το απολιθωμένο δάσος της Λέσβου . Η διάβρωση αυτών των πετρωμάτων οφείλεται για το έντονο ανάγλυφο της δυτικής Λέσβου. Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν οι Πελασγοί.Το όνομά του, όμως, το πήρε από τον Λέσβο, που έφτασε εδώ μαζί με Λαπίθες από τη Θεσσαλία. Η Λέσβος κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια. Τα παλαιότερα ευρήματα ανήκουν στην Παλαιολιθική εποχή. Θέσεις νεολιθικών οικισμών μέχρι στιγμής έχουν βρεθεί στο Σπήλαιο του Αγίου Βαρθολομαίου, στο Σπήλαιο «Γριάς το Πήδημα» και στις Χαλακές Πολιχνίτου. Σημαντική προϊστορική θέση είναι η Θερμή , όπου αναπτύχθηκε μεγάλος παράκτιος οικισμός σε πέντε φάσεις από το 3200 π.Χ. μέχρι το 2400 π.Χ. Ήταν ένα αστικό κέντρο με οικοδομικά τετράγωνα και λιθόστρωτους δρόμους. Αρχικά ήταν ανοχύρωτη, αλλά από φόβο επιθέσεων λαών της Μικράς Ασίας οχυρώθηκε. Η τεχνοτροπία στη κατασκευή και διακόσμηση των αγγείων είναι ίδια μέχρι τους αρχαϊκούς χρόνους. Στο νησί έχουν εντοπιστεί και άλλα κέντρα, όπως στο Κουρτήρ Λισβορίου, και οχυρές θέσεις σε λόφους στις οποίες έχουν ανακαλυφθεί λίθινα αντικείμενα όπως μυλόλιθοι και λεπίδες και αγγεία. Ο πολιτισμός αυτός που αναπτύχθηκε στη Λέσβο παρουσιάζει κοινά στοιχεία με το τρωαδικό και επεκτείνεται επίσης και σε άλλες περιοχές του ΒΑ Αιγαίου, όπως στην Σάμο, Χίο, Λήμνο, Μ. Ασία (Τροία), Θάσο, Ίμβρο, Σαμοθράκη, Θράκη και Σκύρο. Tο πρώτο φύλο που αποίκησε το νησί ήταν οι Πελασγοί. Το νησί αποικίστηκε ξανά τη δεύτερη χιλιετία από τους Αχαιο-αιολείς, ως αποτέλεσμα της επέκτασής τους στην ανατολική Μεσόγειο και της καθόδου των Δωριέων. Οι πρωτογεωμετρικοί και γεωμετρικοί χρόνοι ήταν μια σκοτεινή περίοδος για τη Λέσβο. Κύρια ασχολία των κατοίκων εικάζεται ότι ήταν η καλλιέργεια της γης και η ναυτιλία. Λεσβιακοί αμφορείς που βρέθηκαν στη Σμύρνη και στην Αθήνα αποδεικνύουν ότι η εξαγωγή του κρασιού στη Λέσβο άρχισε από τον 7o αι. π.Χ. Οι πόλεις ήταν μικρές και φαίνεται ότι σχημάτισαν από νωρίς ένα είδος αμφικτυονίας με πρωτεύουσα τη Μυτιλήνη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πάντα τους κατοίκους του νησιού με την κοινή ονομασία Λέσβιοι ή μόνο ως Μυτιληναίους. Πολύ νωρίς, πριν από το 700 π.Χ., οι Μυτιληναίοι έλεγχαν τις αιολικές πόλεις και συνοικισμούς της απέναντι μικρασιατικής ακτής φτάνοντας έως τα Δαρδανέλια. Από τις αρχαίες πόλεις του νησιού πέντε ήταν οι σημαντικότερες η Μυτιλήνη, η Μήθυμνα, η Άντισσα, η Πύρρα και η Ερεσός, οι οποίες ιδρύθηκαν από τους Αιολείς . Μια έκτη πόλη, η Αρίσβη, καταστράφηκε τον 5ο π.Χ. αι. από τους Μηθυμναίους. Το πρώτο πολίτευμα των λεσβιακών πόλεων φαίνεται ότι ήταν η βασιλεία και στη συνέχεια πέρασαν από την ολιγαρχία στην τυραννία. Η Μυτιλήνη, αφού ξεπέρασε στα τέλη του 7ου π.Χ. αι. τις εσωτερικές διενέξεις και ταραχές, στις οποίες έλαβε μέρος και ο ποιητής Αλκαίος , χάρη στον σοφό Πιττακό απέκτησαν δημοκρατικό πολίτευμα και πολιτική σταθερότητα, η οποία της επέτρεψε να αναπτυχθεί σε ισχυρή ναυτική δύναμη και να κυριαρχήσει στις άλλες πόλεις του νησιού. Στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. επεκτάθηκαν σε όλη την Τρωάδα και γίνονται ισχυρή ναυτική δύναμη. Στα 570 π.Χ. οι Μυτιληναίοι είναι οι μόνοι Αιολείς που πήραν μέρος στον αποικισμό της Ναυκράτιδος στην Αίγυπτο. Οι πόλεις της Λέσβου ήταν υποτελείς στο Κροίσο της Λυδίας, και όταν ο τελευταίος νικήθηκε από τους Πέρσες το 546 πΧ, το νησί πέρασε υπό περσική κυριαρχία. Το 499 π.Χ. συμμετείχε στην ιωνική επανάσταση , όμως μετά την ήττα στην ναυμαχία της Λάδης υποτάχθηκε πλήρως στους Πέρσες και αναγκάστηκε να εκστρατεύσει μαζί τους εναντίον των Ελλήνων. Η Λέσβος συμμετέχει στο Πελοποννησιακό πόλεμο, όπου οι πόλεις της, πότε με το ένα στρατόπεδο και πότε με το άλλο, υφίστανται καταστροφές, καθώς αρχικά συμμάχησαν με τους Αθηναίους και στη συνέχεια με τους Σπαρτιάτες. Στη αρχή οι λεσβιακές πόλεις είχαν συμμαχήσει με τους Αθηναίους, με την είσοδό τους στην Δηλιακή Συμμαχία το 478 π.Χ. Η νήσος κατέβαλε στη συμμαχία μόνο ναυτική βοήθεια. Όμως, στο τέταρτο έτος του Πελοποννησιακού Πόλεμου (427 π.Χ.) αποστατεί όλο το νησί με εξαίρεση τη Μήθυμνα και μόλις που θα γλυτώσει την πλήρη καταστροφή της από τους Αθηναίους. Όλο το νησί με εξαίρεση τη περιοχή της Μήθυμνας μοιράστηκε σε 3.000 κλήρους από τους οποίους οι 300 αφιερώθηκαν στους θεούς και οι υπόλοιποι 2.700 δόθηκαν σε Αθηναίους δικαιούχους, οι οποίοι όμως τους μίσθωσαν στους Λέσβιους και γύρισαν στην Αθήνα. Οι Λέσβιοι προσπάθησαν να φύγουν από τη συμμαχία το 415 π.Χ. και το 406 π.Χ., αλλά απέτυχαν. Το 405 π.Χ., μετά τη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς , το νησί καταλαμβάνεται από το Σπαρτιάτη στρατιωτικό Λύσανδρο. Οι Σπαρτιάτες επέβαλαν δεκαρχικό πολίτευμα μέχρι το 394 π.Χ., οπότε η Μυτιλήνη απόβαλε τους Σπαρτιάτες. Το 389 π.Χ., ο Θρασύβουλος εισέρχεται στην Μυτιλήνη ανεμπόδιστος και κυρίευσε τη Μήθυμνα που ήταν το προπύργιο των Σπαρτιατών στο νησί. Το νησί συμμετείχε στο Κορινθιακό πόλεμο ως μέλος της κορινθιακής συμμαχίας και με την Ανταλκίδειο ειρήνη το νησί αφέθηκε ελεύθερο. Το 369 π.Χ. προσέρχεται και πάλι στην Β' Αθηναϊκή Συμμαχία. Οι Πέρσες θα την καταλάβουν το 357 π.Χ. και τελικά θα την απελευθερώσει το 332 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος. Από 322 π.Χ. έως το 201 π.Χ. το νησί ανήκει στους Επιγόνους (Αντίγονος και μετά Πτολεμαίοι). Σε αυτή τη περίοδο το νησί χάνει την επιφανή θέση που κατέχει. Γύρω στα 231 π.Χ. καταστρέφεται από σεισμό η Πύρρα (κατοικείται μόνο το προάστιο και το Λιμάνι). Η Άντισσα καταστρέφεται από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ. και χαρίζουν την επικράτειά της στη Μήθυμνα. Το 88 π.Χ. ο Μάρκος Μινούκιος Θέρμος καταλαμβάνει τη Μυτιλήνη, η οποία το 89 π.Χ. είχε συμμαχήσει με το Μιθριδάτη ΣΤ΄ τον Ευπάτορα. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Ρωμαίων κατασκευάζεται το Υδραγωγείο της Μόριας, τα ψηφιδωτά δάπεδα των επαύλεων της Επάνω Σκάλας, το Θέατρο και το Ιερό της Θερμίας Αρτέμιδος.
Η Λήμνος είναι το όγδοο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας με έκταση 476 τετραγωνικά χιλιόμετρα και το τέταρτο σε μήκος ακτών (260 χιλιόμετρα). Βρίσκεται στο βόρειο Αιγαίο , στο Θρακικό πέλαγος, ανάμεσα στο Άγιον Όρος, τη Σαμοθράκη, την Ίμβρο και τη Λέσβο . Μαζί με τον Άγιο Ευστράτιο αποτελούν την επαρχία Λήμνου του νομού Λέσβου . Πρωτεύουσα και κύριο λιμάνι της Λήμνου είναι η Μύρινα, που πήρε το όνομα της γυναίκας του πρώτου βασιλιά του νησιού, του Θόαντα. Ως το 1955 η Μύρινα ονομαζόταν Κάστρο, ονομασία που επικράτησε κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο και άτυπα ακόμα έτσι αποκαλείται από τους παλιότερους Λημνιούς. Η Λήμνος είναι ηφαιστειογενές νησί. Αν και δεν έχει δάση, έχει εκτεταμένες εύφορες πεδιάδες καλλιεργημένες με σιτηρά κι αμπέλια . Επίσης, έχει υπέροχες και καθαρές παραλίες και είναι ένα νησί ιδανικό για ήρεμες διακοπές. Το όνομα Λήμνος είναι πανάρχαιο, αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο. Το όνομα Λήμνος προέρχεται είτε από την ομηρική λέξη Λήιον , που προσδιορίζει το σπαρμένο χωράφι, τον αγρό, ή από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις "ληίς " (που σημαίνει κοπάδι) + " μήλο " (που σημαίνει πρόβατο), δηλαδή νήσος κοπαδιών αιγοπροβάτων. Η τελευταία αυτή εκδοχή φέρεται και η επικρατέστερη, επειδή η Λήμνος είναι το πεδινότερο νησί του Αιγαίου με μεγάλη παραγωγή αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων από την αρχαιότητα . Στους κλασικούς χρόνους ήταν ο σιτοβολώνας της αρχαίας Αθήνας, από την οποία άλλωστε κατελήφθη, και αργότερα ο προμηθευτής σιταριού της αυτοκρατορικής αυλής του Βυζαντίου. Ακόμα και σήμερα, το σήμα κατατεθέν της Λήμνου είναι τα σπαρμένα σιταροχώραφα που φθάνουν ως την άκρη της θάλασσας. Κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν και άλλα ονόματα: "Ανεμόεσσα ", από τους ισχυρούς ανέμους που πνέουν στη περιοχή (η Ανεμόεσσα σήμερα είναι οικισμός, στον οποίο κατοικούν όσοι υπηρετούν στην Πολεμική Αεροπορία μαζί με τις οικογένειές τους), " Αιθάλεια" ή "Αιθαλία" (από την αιθάλη - καπνό του ηφαιστείου της), " Πυρόεσσα" (για την ηφαιστειώδη φύση της νήσου), " Δίπολις" (από τις δύο κύριες αρχαίες πόλεις της, την Μύρινα και την Ηφαιστία), "Σιντηίς" (από τους πρώτους κατοίκους της, τους Σίντιες), " Αμπελόεσσα " (από τους εκταταμένους αμπελώνες της), " Υψιπύλεια" (από τη μυθική βασίλισσα Υψιπύλη ) και "Ηφαίστεια νήσος" (νήσος του Ηφαίστου). Οι Βνετοί και οι Φράγκοι την έλεγαν "Σταλημένη ", πιθανώς εκ παραφθοράς της φράσης "στη Λήμνο" ή "στα Λήμνου" (= κράτα πορεία προς τη Λήμνο). Η Πολιόχνη είναι ένας αρχαιολογικός τόπος στην ανατολική ακτή της Λήμνου, κοντά στο χωριό Καμίνια , που χτίστηκε στη αυγή της νεολιθικής περιόδου για το Αιγαίο, την 4η ή 5η χιλιετία π.Χ. Βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Τροία αλλά η Τροία θα χτιστεί χίλια χρόνια αργότερα, όταν πια η Πολιόχνη θα έχει εξελιχθεί σε έναν αστικό οικισμό με 1.500 κατοίκους με ορθογώνιες πέτρινες κατοικίες, προστατευτικό τείχος, πλατείες, πηγάδια, δρόμους, δημόσια κτίρια και πιθανώς Βουλευτήριο. Η Πολιόχνη ονομάστηκε "επτάπολις" γιατί ανασκάφθηκαν επτά διαδοχικές πόλεις σε επτά αλλεπάλληλα στρώματα. Καθεμιά είναι πιο εξελιγμένη τεχνολογικά από την προηγούμενη και αυτό φαίνεται κυρίως στην κατασκευή των αγγείων. Γι’ αυτό ο Bernabo Brea τις ονόμασε ανάλογα με το χρώμα τους, που προδίδει και την τελειότητά τους: Μελανή, Κυανή, Πράσινη, Ερυθρή, Κίτρινη, Καστανή (ή Φαιά) και Ιώδη. Κάποιες από αυτές αντιστοιχούν σε περιόδους του πολιτισμού της Τροίας . Από ό,τι φαίνεται, οι δύο γειτονικοί πολιτισμοί είχαν μεγάλη σχέση και παράλληλη εξέλιξη. Όμως, η πρώτη περίοδος της Πολιόχνης δεν έχει το αντίστοιχό της στην Τροία, αλλά είναι αρχαιότερη από αυτήν. Και καθώς εξελίσσονται και οι δύο η Πολιόχνη παραμένει διαρκώς πιο ακμαία και πιο πλούσια από την αντίστοιχη σύγχρονή της Τροία. Τουλάχιστον από τον 8ο αιώνα π.Χ. εγκαταστάθηκαν στη Λήμνο οι Πελασγοί , όπως επίσης στην Ίμβρο και στη Σαμοθράκη. Ήρθαν διωγμένοι από την Αττική και εκτόπισαν τους Μινύες, οι οποίοι διαφέντευαν ως τότε το νησί. Ο Ηρόδοτος τους αποκαλεί Τυρρηνούς και θεωρεί πως είχαν κοινή καταγωγή με τους Ετρούσκους από τη Λυδία της Μικρασίας. Είχαν όμως μεγάλη πολιτισμική συγγένεια με τους Έλληνες , από τους οποίους δέχτηκαν πολλές επιρροές στην τέχνη και στη θρησκεία. Είχαν πρωτεύουσα την Ηφαιστία, αλλά ζούσαν σε όλο το νησί. Στο κάστρο της Μύρινας σώζεται τμήμα του τείχους το οποίο έχτισαν. Οι Πελασγοί κυριάρχησαν στη Λήμνο για πολλούς αιώνες, ως το 511, οπότε ηττήθηκαν από τον στρατηγό των Περσών Οτάνη, έπειτα από γενναία αντίσταση. Οι Πέρσες λεηλάτησαν το νησί κι επέβαλαν ως ηγεμόνα τον Λυκάρητο. Το 499 κατέλαβαν τη Λήμνο οι Αθηναίοι με το Μιλτιάδη, όπως ήδη περιγράψαμε, αλλά το 494 την ανακατέλαβαν οι Πέρσες, που την κράτησαν ως το 479. Αυτοί έκαναν λιμενικά έργα στην Ηφαιστία και στο Καβείριο κι εγκαθιστούν Έλληνες φιλικά προσκείμενους σ’ αυτούς. Μάλιστα, στη Λήμνο απεβίωσε μετά τη μάχη του Μαραθώνα ο πρώην τύραννος της Αθήνας και συνεργάτης των Περσών, Ιππίας , άρρωστος και τυφλός. Στους περσικούς πολέμους οι Λημνιοί υποχρεώθηκαν να συνδράμουν το περσικό ναυτικό, αλλά κατά τη ναυμαχία του Αρτεμισίου ο Λήμνιος Αντίδωρος με το πλοίο του αυτομόλησε προς τους Έλληνες , με τους οποίους, προφανώς, αισθανόταν ομόφυλος και συμμετείχε με τον ελληνικό στόλο στη νικηφόρα ναυμαχία της Σαλαμίνας. Οι Πελασγοί της Λήμνου έγραφαν τη γλώσσα τους με ελληνικούς χαρακτήρες, αιολικού τύπου, όπως προκύπτει από τις επιγραφές της διάσημης Στήλης των Καμινίων, αλλά και από θραύσματα επιγραφών της Ηφαιστίας. Οι επιγραφές αυτές αποτελούν τα μοναδικά γραπτά μνημεία των Πελασγών, γεγονός που τις κάνει πολύ σημαντικές. Η χρήση του αιολικού αλφαβήτου, προδίδει τη συγγένεια που είχαν με τα ελληνικά φύλα. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές στις επιγραφές περιέχονται λέξεις με ρίζες που ανάγονται στην αρχέγονη ελληνική γλώσσα. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι η γλώσσα τους είναι συγγενής με την ετρουσκική. Μετά από τους περσικούς πολέμους η Λήμνος πέρασε στην εξουσία των Αθηναίων, οι οποίοι έδιωξαν την περσική φρουρά κι εγκατέστησαν τους πρώτους εποίκους. Ορισμένοι ντόπιοι έφυγαν, κυρίως Μυριναίοι, ενώ οι Ηφαιστιείς στην πλειοψηφία τους αποδέχθηκαν την αθηναϊκή κυριαρχία. Το 477 το νησί έγινε μέλος της δηλιακής συμμαχίας και συμμετείχε στα έξοδα συντήρησης του συμμαχικού στόλου. Από τα μέσα του 5ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στη Λήμνο πλήθος Αθηναίων κληρούχων καθώς και αθηναϊκή φρουρά. Οι κληρούχοι προέρχονταν κυρίως από τις πιο φτωχές τάξεις -ήταν θήτες ή ζευγίτες- και διατηρούσαν την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη. Τους δόθηκαν αγροτικές εκτάσεις στο νησί, τις οποίες εκμεταλλεύονταν και παράλληλα είχαν υπό τον έλεγχό τους τον ντόπιο πληθυσμό, που περιέπεσε σε καθεστώς υποτέλειας. Συγκρότησαν δύο δήμους, της Μύρινας και της Ηφαιστίας, γι’ αυτό η Λήμνος συχνά αποκαλούνταν Δίπολις. Οι δήμοι των κληρούχων είχαν διοικητική αυτονομία από την Αθήνα και κυκλοφόρησαν δικά τους νομίσματα από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. ως τον 1ο αιώνα μ.Χ. Όμως, ήταν στενά συνδεδεμένοι με τη μητρόπολη. Με χρήματα των κληρούχων φτιάχτηκε το άγαλμα της Αθηνάς Λημνίας, το οποίο στήθηκε στην Ακρόπολη γύρω στο 450. Επίσης, συμμετείχαν με τους Αθηναίους σε πολλές μάχες του Πελοποννησιακού πολέμου , με αποτέλεσμα το 405, έπειτα από την ήττα των τελευταίων στους Αιγός Ποταμούς, να εκδιωχθούν από τη Λήμνο καθώς περιήλθε στην κυριαρχία των Σπαρτιατών . Επέστρεψαν το 386, με την Ανταλκίδειο ειρήνη . Οι παλαιοί κάτοικοι της Λήμνου σταδιακά συγχωνεύθηκαν με τους Αθηναίους δείγμα της φυλετικής τους συγγένειας. Από τον 4ο αιώνα υπήρχαν στο νησί: Βουλή, Συνέλευση και γενικά πολιτικοί θεσμοί ανάλογοι με εκείνους της μητρόπολης Αθήνας. Αναφέρονται τα δημόσια αξιώματα του επιμελητή, του ιππάρχου και του στρατηγού, οι οποίοι στέλνονταν από την Αθήνα. Επιμελητές υπήρχαν και στους δύο δήμους με αρμοδιότητα την παρακολούθηση των εμπορικών συναλλαγών. Οι ίππαρχοι, επίσης ένας σε κάθε δήμο, ήταν υπεύθυνοι για τη συντήρηση σώματος ιππέων, για την άμυνα της νήσου και για την περιφρούρηση της τάξης και της αρμονικής συμβίωσης των δύο δήμων. Ο στρατηγός περιφρουρούσε την αθηναϊκή ηγεμονία στη Λήμνο και μάλλον δεν είχε τακτική θητεία, αλλά στελνόταν μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις. Η αθηναϊκή επικυριαρχία στη Λήμνο, αν και με το πέρασμα των αιώνων μειωνόταν, εξακολούθησε να διατηρείται μέχρι το τέλος του κλασικού κόσμου. Ο Στράβων αναφέρει ότι η Λήμνος θεωρείτο προσκείμενη της χερσαίας Ελλάδας και όχι της Μικρασίας ως την ύστερη ρωμαϊκή εποχή. Κατά τους 4ο και 3ο αιώνες το νησί δέχτηκε δεκάδες επιδρομείς. Το 356 λεηλατείται από στόλο Ροδίων, Χίων και Βυζαντίων. Το 351 καταλαμβάνεται και από τους Μακεδόνες του Φιλίππου Β΄ , οι οποίοι αιχμαλώτισαν και κληρούχους, αλλά το 346 επιστρέφεται στους Αθηναίους. Το 318 καταλαμβάνεται από τον Κάσσανδρο και το 315 από τον Αντίγονο Α΄ Μονόφθαλμο , ο οποίος έγινε αποδεκτός από τους Λημνίους. Ακολουθεί ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, ο οποίος, στην αποτυχημένη προσπάθεια του να ανακτήσει τη Λήμνο για λογαριασμό των Αθηναίων, τη λεηλατεί. Στη συνέχεια, την καταλαμβάνουν διαδοχικά οι Αθηναίοι (301), οι Μακεδόνες (294), ο βασιλιάς της Θράκης Λυσίμαχος (285), ο οποίος κυβέρνησε τυραννικά και ο Σέλευκος Α' Νικάτωρ της Συρίας (281) τον οποίο, όπως και το διάδοχό του Αντίοχο Α΄, οι Λήμνιοι υποδέχθηκαν με ανακούφιση και ανήγειραν ναούς προς τιμήν τους. Από το 266 οι Μακεδόνες υπό τον Αντίγονο Γονατά κυριαρχούν το νησί και το διατηρούν ως την ήττα του Φιλίππου Ε΄ από τους Ρωμαίους στη Μάχη στις Κυνός Κεφαλαί , το 197. Ενδιάμεσα, ίσως επενέβησαν οι Πτολεμαίοι Φιλάδελφος και Ευεργέτης της Αιγύπτου και άλλοι τινές σύμμαχοι των Αθηναίων, οι οποίοι ανακτούν προσωρινά το νησί γύρω στο 229. Επίσης, το 209 το λεηλάτησε ο στόλος του Ρωμαίου Πόπλιου Σουλπίκιου Γάλβα και του Αττάλου Α΄ της Περγάμου. Το 196 οι Ρωμαίοι κυριαρχούν στον ελληνικό χώρο και κηρύσσουν τη Λήμνο ελεύθερη να εφαρμόζει τους δικούς της νόμους, αλλά με την υποχρέωση να δεχτεί ρωμαϊκή φρουρά. Το 188 την παραχωρούν πάλι στους Μακεδόνες. Τελικά, το 166 παραχωρούν τη διοίκησή της στους Αθηναίους, η οποία διαρκεί ως τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ., οπότε ο αυτοκράτορας Σεπτίμος Σεβήρος την κηρύσσει αυτοδιοίκητη. Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση η Λήμνος γνώρισε μια περίοδο ηρεμίας και πολιτιστικής ανόδου, με αποκορύφωμα την εμφάνιση της οικογένειας των σοφιστών, ρητόρων και διδασκάλων Φιλοστράτων κατά τους 2ο και 3ο αιώνες μ.Χ. Την χαριστική βολή στην κλασσική Λήμνο φαίνεται πως έδωσαν οι βαρβαρικές ορδές των Γότθων και των Ερούλων, οι οποίοι λεηλάτησαν το νησί το 268 μ.Χ.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ικαρία

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σάμος

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Χίος

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ψαρά

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λέσβος

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λήμνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου