Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

Ο προϊστορικός πολιτισμός της νεολιθικής Ελλάδας και των Βαλκανιων

Το Σέσκλο είναι ένας από τους αρχαιότατους νεολιθικούς οικισμούς της Θεσσαλίας, που κατοικήθηκε για πρώτη φορά στην αρχή της 7ης χιλιετίας (6800 π.Χ) και ερημώθηκε λίγο πριν το τέλος της 5ης χιλιετίας π.Χ (4.400 π.Χ). Ο νεολιθικός οικισμός του Σέσκλου βρίσκεται νοτιοανατολικά από το σύγχρονο ομώνυμο χωριό και απέχει 14 χιλιόμετρα από την πόλη του Βόλου. Ο οικισμός αναπτύχθηκε στο λοφώδες περιβάλλον κοντά στον Παγασητικό κόλπο και την λίμνη Κάρλα. Σημαντικό ρόλο στην επιλογή της θέσης από τους πρώτους κατοίκους της διαδραμάτισε η γεωμορφολογία της ευρύτερης περιοχής, με τα βαθιά ρέματα και τους χαμηλούς λόφους με τη μεγάλη αποστραγγιστική ικανότητα. Η συνεχής κατοίκηση στον ίδιο χώρο και οι αλλεπάλληλες οικοδομικές φάσεις χωρίς την απομάκρυνση των ερειπίων από τα παλαιότερα κτίσματα πρόσθεσαν ύψος στο χώρο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία λόφου. Το πιο εκτεταμένο τμήμα του οικισμού, με πυκνά δομημένα σε συστάδες οικήματα, που χρονολογούνται στην Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική Εποχή, γνωστό ως πόλη, αναπτύχθηκε στην επίπεδη πλαγιά στα δυτικά της Ακρόπολης, σε έκταση μεγαλύτερη των 100 στρεμμάτων. Το Σέσκλο αποτελεί έναν από τους ελάχιστους οικισμούς του ελλαδικού χώρου όπου εντοπίστηκαν ίχνη της λεγόμενης Ακεραμικής Φασης (7η χιλιετία π.Χ). Στη φάση αυτή, ο οικισμός ήταν αραιοκατοικημένος και περιορίστηκε πάνω στο χαμηλό λόφο και βορειοανατολικά έξω από αυτόν. Κατά την 6η χιλιετία π.Χ, ο οικισμός παραμένει αραιοκατοικημένος. Πάνω στο λόφο χτίζονται τα πρώτα σπίτια, με λίθινα θεμέλια, τοίχους από πλιθιά, δάπεδα από πατημένο πηλό, ενώ ανάμεσα στα οικήματα αναπτύσσονται ενδιάμεσοι ανοικτοί χώροι για τις καθημερινές οικοτεχνικές δραστηριότητες των κατοίκων. Κατά την 5η χιλιετία π.Χ, ο οικισμός απέκτησε μεγάλη έκταση και κατοικήθηκε και ο χώρος απέναντι από το λόφο. Η περίοδος αυτή ταυτίζεται με τον "Πολιτισμό του Σέσκλου" και χαρακτηρίζεται από την αρχιτεκτονική οργάνωση του οικισμού, την αύξηση της γραπτής κεραμικής με παράλληλη βελτίωση της τεχνικής όπτησης της κεραμικής, που επιτυγχάνει θαυμάσια κόκκινα χρώματα και από τη γενικευμένη χρήση λίθινων εργαλείων και οψιανού από τη Μήλο. Σχεδόν όλα τα αρχιτεκτονικά λείψανα που είναι σήμερα ορατά πάνω στο λόφο ανήκουν στη φάση αυτή. Στη Νεότερη Νεολιθική Εποχή, η κατοίκηση περιορίστηκε στο χώρο της Ακρόπολης, όπου κτίζεται ένα μεγάλο μεγαροειδές οίκημα, που περιβάλλεται από περιβόλους με χωρορυθμιστικό ρόλο, όπως και στην περίπτωση του Διμηνίου. Τα υπόλοιπα κτίρια διατάσσονται γύρω απ' αυτό. Ο προϊστορικός οικισμός του Διμηνίου βρίσκεται κοντά στο ομώνυμο χωριό, στο δυτικό άκρο της πεδιάδας του Bόλου. Aπλώνεται σε ένα χαμηλό λόφο (ύψος 25 μέτρα) που σήμερα απέχει περίπου 3 χιλιόμετρα από την ακτογραμμή του Παγασητικού κόλπου. Oι ανασκαφικές και γεωλογικές έρευνες δείχνουν ότι ο οικισμός βρισκόταν κατά τη Nεότερη Nεολιθική πολύ κοντά στη θάλασσα και εκτεινόταν σε μια επιφάνεια 8 στρεμμάτων. H αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε έκταση 4 στρεμμάτων, καθιστώντας έτσι το Διμήνι έναν από τους καλύτερα γνωστούς νεολιθικούς οικισμούς του ελλαδικού χώρου. Στα αρχαιολογικά του κατάλοιπα (αρχιτεκτονική, κεραμική, εργαλεία, ειδώλια, κοσμήματα) καταγράφονται για πρώτη φορά όλα τα χαρακτηριστικά της Nεότερης Nεολιθικής II στη Θεσσαλία (4800-4500 π.Χ.), που χαρακτηρίστηκε από τους πρώτους ερευνητές της ελληνικής Προϊστορίας με τον όρο πολιτισμός Διμηνίου. Ο λόφος του Διμηνίου κατοικείται από τις αρχές περίπου της 5ης χιλιετίας π.Χ. και αναπτύσσεται σταδιακά μέχρι το 4500 π.Χ. Tις φάσεις οικιστικής ανάπτυξης υποδηλώνουν οι έξι καμπυλόγραμμοι περίβολοι, που όμως δε σώζονται σε όλο τους το μήκος. Eίναι κτισμένοι από σχιστόλιθο της περιοχής και έχουν πλάτος 0,6-1,40 μέτρα. Tο ύψος τους είναι 1,5 μέτρο στα ελεύθερα σημεία, ενώ στα σημεία που λειτουργούν συγχρόνως και ως τοίχοι σπιτιών φτάνουν τα 1,7 μέτρα. Διατάσσονται περικεντρικά και διακόπτονται σε τέσσερα σημεία από περάσματα πλάτους 0,85-1,10 μέτρα, που οδηγούν στο εσωτερικό του οικισμού. Mε τον τρόπο αυτό η οικιστική δραστηριότητα αναπτύσσεται σε πέντε περιοχές: την αυλή του κεντρικού περιβόλου και τα τέσσερα τμήματα γύρω από αυτήν. Oι δίοδοι προς την κεντρική αυλή είναι ελαφρά επικλινείς και εν μέρει πλακοστρωμένες. Aξιοσημείωτη είναι στο Διμήνι και η εξειδίκευση στην παραγωγή κοσμημάτων (βραχιόλια, περίαπτα, χάντρες) από όστρεο σπονδύλου (οικία N), τα οποία προωθούνται, όπως και η κεραμική, μέσω δικτύων ανταλλαγών πέρα από τα όρια του οικισμού. Tα αντικείμενα αυτά αποτελούν, μαζί με τα δακτυλιόσχημα περίαπτα, τις αιχμές βελών από οψιανό της Mήλου και τα μέταλλα, αντικείμενα κοινωνικού γοήτρου μιας γεωργοκτηνοτροφικής κοινότητας που μεταλλάσσεται. οικισμός της Νέας Νικομήδειας βρίσκεται περίπου 11 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Βέροιας. Οι ανασκαφικές έρευνες της δεκαετίας του '60 αποκάλυψαν μεγάλο τμήμα του οικισμού, η έκταση του οποίου υπολογίζεται σε 2400 τετραγωνικά μέτρα. Πρόκειται για έναν από τους πλέον εκτεταμένους και καλύτερα ερευνημένους οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθικής στην Ελλάδα. Σποραδικά αρχιτεκτονικά λείψανα επιβεβαιώνουν τη χρήση του χώρου και κατά τη Νεότερη Νεολιθική. Οι δυο αρχιτεκτονικές φάσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την οικιστική οργάνωση της γεωργοκτηνοτροφικής κοινότητας. Η παλαιότερη φάση περιλαμβάνει τετράγωνα πασσαλόπηκτα οικήματα, κτισμένα ελεύθερα στο χώρο. Οι πλευρές τους έχουν μήκος περίπου 8 μέτρα και αποτελούνται από λεπτούς κορμούς δέντρων, τοποθετημένους κατακόρυφα και σε απόσταση 0,9-1,2 μέτρα. Ανάμεσά τους τοποθετούνται λεπτά κλαδιά και καλάμια, που συνθέτουν τα τοιχώματα της καλύβας, τα οποία στη συνέχεια καλύπτονται εσωτερικά και εξωτερικά με μάζες αχυροπηλού. Πάσσαλοι στο εσωτερικό των οικημάτων αυτών υποβαστάζουν την τετράριχτη στέγη, που αποτελείται από κλαδιά, καλάμια, πηλό και άχυρο. Τα τετράγωνα οικήματα διατάσσονται γύρω από ένα μεγαλύτερο (12Χ12 μέτρα), το οποίο, λόγω των διαστάσεων και των αντικειμένων που βρέθηκαν σ' αυτό (12 ειδώλια, αξίνες κ.λπ.) θεωρήθηκε παλαιότερα ως ιερό. Κατά τη νεότερη φάση της Αρχαιότερης Νεολιθικής χρησιμοποιούνται ορθογώνια, επίσης πασσαλόπηκτα οικήματα, στα οποία διακρίνεται ένας ευρύς και ένας στενός χώρος. Κεραμική χαρακτηριστική της Αρχαιότερης Νεολιθικής, λεπίδες πυριτόλιθου, λίθινες αξίνες, πήλινα ειδώλια με σταυρόσχημα μάτια και ραμφόσχημη μύτη,σφραγίδες για την κόσμηση του σώματος, ένα περίαπτο από στεατίτη σε σχήμα βατράχου καθώς και πήλινα σφοντύλια για το γνέσιμο του μαλλιού και οστέινα εργαλεία, μαρτυρούν τις ασχολίες των νεολιθικών κατοίκων της πεδιάδας της Βέροιας. Ο περίφημος χρυσός της Βάρνας, με πολύτιμα κοσμήματα, λατρευτικά αντικείμενα, εργαλεία από το νεολιθικό νεκροταφείο που ανακαλύφθηκε το 1972 στη Βουλγαρία -θεωρείται ο αρχαιότερος κατεργασμένος χρυσός στην Ευρώπη. Το ξεχασμένο παρελθόν της Ευρώπης: Η κοιλάδα του Δούναβη 5000-3500 π.Χ. Πολύ πριν την εμφάνιση της γραφής και την ίδρυση των πρώτων πόλεων στη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο, γύρω στο 4500 π.Χ., είχαν αναπτυχθεί στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης πολιτισμοί που χαρακτηρίζονταν από υψηλό επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης και προηγμένη τεχνολογία. Επίκεντρο αυτών των πολιτισμών αποτελούσε ο Δούναβης και οι εύφορες πεδιάδες του. Οι πρώτοι νεολιθικοί γεωργοί μεταφέρθηκαν στα Βαλκάνια από τον ελλαδικό χώρο, όπου η λεγόμενη «γεωργική επανάσταση» είχε συμβεί ήδη από το 7000 π.Χ. Σύντομα άρχισαν να ακολουθούν μια αυτόνομη πορεία, διατήρησαν όμως επαφές τόσο με τον ελλαδικό χώρο όσο και με άλλες περιοχές προς τον Βορρά και τη Δύση. Οι νεολιθικοί Βαλκάνιοι πρωτοστάτησαν και σε πολλά άλλα, που ακόμα και σήμερα προκαλούν θαυμασμό. Ανέπτυξαν σε εξαιρετικό βαθμό τη μεταλλουργία: ήταν η «τεχνολογική καινοτομία της εποχής», καθώς έδινε τη δυνατότητα κατασκευής πολύ πιο αποτελεσματικών εργαλείων και όπλων. Στην κεραμική πάλι, για πρώτη φορά είχαν τον απόλυτο έλεγχο της φωτιάς κατά τη διαδικασία ψησίματος, παράγοντας αγγεία με διακόσμηση. Τα αφαιρετικά ειδώλιά τους, που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και για τη σύγχρονη γλυπτική, εντυπωσιάζουν με τις δυναμικές φόρμες τους. «Η ποικιλία των γυναικείων ειδωλίων είναι μεγάλη», τονίζει ο Ν. Παπαδημητρίου. «Πιο παλιά οι αρχαιολόγοι πίστευαν ότι είναι αντικείμενα λατρείας προς τιμή μιας θεάς, συνδέθηκαν με γυναικείες θεότητες και με τη μητριαρχία. Τώρα έχουν προστεθεί και άλλες ερμηνείες. Θεωρείται ότι πρόκειται για παιχνίδια, είτε αποτελούσαν στοιχεία ταυτότητας, δηλαδή μέσω αυτών αναγνώριζε ο άνθρωπος το φύλο του, συνειδητοποιούσε τη σχέση του με την ομάδα και την κοινωνία». Ξεχωριστά είναι και τα συμπλέγματα ειδωλίων καθώς και οι ανδρικές μορφές σε ασυνήθιστες στάσεις, όπως αυτή του λεγόμενου «Στοχαστή», η χρήση των οποίων παραμένει αινιγματική, ενώ η μορφή τους γοητεύει με την αμεσότητα της έκφρασης. Οι οικισμοί που οργανώνονται εκείνη την εποχή είναι πυκνοκατοικημένοι, έχουν οχυρωματικό περίβολο, ενώ υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν την ύπαρξη κάποιου είδους κεντρικής διοίκησης. «Τότε αναπτύσσονται δημόσιοι και οικιακοί χώροι. Το σπίτι είναι σημαντικό, καθώς εκεί μαγειρεύουν, έχουν τους φούρνους, κάνουν τα αγγεία τους, δημιουργούν χώρους λατρείας», εξηγεί ό ίδιος, καθώς μας δείχνει την εικόνα ενός πήλινου ομοιώματος διώροφης οικίας, με στρογγυλά παράθυρα, από τη Ρουμανία. Τα σπίτια δεν διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, ωστόσο αξιοσημείωτες διαφορές πλούτου διαπιστώνονται στα νεκροταφεία της περιόδου. Η συνύπαρξη φτωχών τάφων με άλλους που περιείχαν μεγάλη ποικιλία πολύτιμων κτερισμάτων αντανακλά την ύπαρξη έντονης κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Από τα πλουσιότερα νεκροταφεία της περιόδου είναι αυτό της Βάρνας, όπου αποκαλύφθηκαν περίπου 4.500 χρυσά αντικείμενα: σφυρήλατα κοσμήματα, συμβολικά αντικείμενα όπως σκήπτρα, ομοιώματα ζώων που τα έδεναν πάνω στα υφάσματα των νεκρών. Μάλιστα σε έναν τάφο ανδρός βρέθηκαν χρυσά αντικείμενα, κυρίως σύμβολα θρησκευτικής και στρατιωτικής εξουσίας, που έχουν βάρος 1,5 κιλό! Οπως, όμως, φαίνεται, ήδη από αρχαιοτάτων χρόνων μετά από κάθε ραγδαία ανάπτυξη ακολουθεί η ύφεση. Ετσι και οι πολιτισμοί των παραδουνάβιων περιοχών αρχίζουν να παρακμάζουν κατά το τέλος της 5ης χιλιετίας. «Κάποιοι ερευνητές αποδίδουν την κατάρρευση σε εισβολές νομαδικών φύλων από τον Καύκασο, άλλοι σε δημογραφικούς και οικονομικούς παράγοντες όπως ο υπερπληθυσμός και η εξάντληση των φυσικών πόρων», εξηγεί ο Ν. Παπαδημητρίου. «Σε ορισμένες περιοχές αυτό συνέβη σταδιακά, σε άλλες περιπτώσεις η κατάρρευση υπήρξε ακαριαία, με οικισμούς να καίγονται ολοσχερώς και να εξαφανίζονται από το χάρτη». Ο Πολιτισμός Βίντσα (Vinča) ήταν ένας πρώιμος πολιτισμός της Ευρώπης που χρονολογείται στην περίοδο 5700–4500 π.χ.. κατά μήκος της πορείας του ποταμού Δούναβη στην Ρουμανία, Σερβία, Βουλγαρία και FYROM, αν και ίχνη του βρίσκονται σε όλη την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Πήρε το όνομά του από ένα προάστιο του Βελιγραδίου, όπου το 1908 βρέθηκαν αρκετά τέχνεργα. Η Βίντσα είναι ο μεγαλύτερος και ο περισσότερο ανεσκαμμένος νεολιθικός οικισμός στην Ευρώπη. Ήταν μια μητρόπολη με ακμαίο πολιτισμό. Μεταξύ του 4500 και του 3500 ΠΚΕ εξελίχθηκε σε σημαντικό προϊστορικό τόπο, που υποδηλώνει την ακμή των νεολιθικών καλλιεργητικών πολιτισμών της Ευρώπης. Κατείχε τμήμα της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ελλάδας. Οι οικισμοί αυτού του διακριτού πολιτισμού ήταν σημαντικά μεγαλύτεροι από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ξεπερνούσαν σε έκταση τις πόλεις του προϊστορικού Αιγαίου και της Εγγύς Ανατολής που χτίστηκαν μια χιλιετία αργότερα. Μια από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές θέσεις ήταν το Βίντσα-Μπέλο Μπρντο που κάλυπτε 29 εκτάρια και κατ εκτίμηση πληθυσμό 2.500 ατόμων. Η πιθανότερη εκδοχή για τη γέννηση του πολιτισμού Βίντσα είναι η δημογραφική και πολιτιστική αναταραχή που προκλήθηκε από τη διείσδυση του χαλκολιθικού πολιτισμού της Μικράς Ασίας προς τη βαλκανική χερσόνησο ο οποίος ακολούθησε δύο κατευθύνσεις: από την ξηρά, μέσω της νοτιοανατολικής Θράκης προς τη δουνάβια κοιλάδα και από την θαλάσσια οδό, από την κεντρική Ελλάδα στη βόρεια Δαλματία. Οι πολιτισμοί της ύστερης νεολιθικής περιόδου ενέσκηψαν σε ολόκληρη τη βαλκανική χερσόνησο και την κεντρική δουνάβια κοιλάδα. Συνεπεία αυτών των μετακινήσεων οι καλλιτεχνικές μορφές και οι συνήθειες της Μικράς Ασίας ήρθαν αντιμέτωπες αρχικά και αφομοιώθηκαν μεταγενέστερα με διάφορους τρόπους, ώσπου έγιναν γηγενείς. Όντας σε πλήρη επαφή με τους νέους μετανάστες, ο πολιτισμός Στάρτσεβο μετατράπηκε στον νεότερο πολιτισμό Βίντσα. Το πνεύμα του νέου πολιτισμού και του νέου τρόπου της ζωής φαίνεται σαφώς στην αρχιτεκτονική. Η ιδιαίτερη προσοχή δινόταν στον προσδιορισμό της θέσης μιας κατοικίας, όταν χτιζόταν μια νέα εγκατάσταση. Φαιίνεται πως τα κτήρια ήταν ήταν προσανατολισμένα βορειοδυτικά, ήταν μεγαρόσχημα, σε τετράγωνες σχεδόν βάσεις, με κάθετους τοίχους και στέγες με αετώματα. Η ξυλεία και ο άργιλος συνεχίσαν να χρησιμοποιούνται ως οικοδομικά υλικά, αλλά η διαδικασία οικοδόμησης εμπλουτίστηκε με νέες λεπτομέρειες και δεξιότητες, όπως η ισοπέδωση, η σταθεροποίηση της θεμελίωσης, η μόνωση, η επικάλυψη των τοίχων και η ζωγραφική.
Οι αρχαιότερες κατοικήσεις της Βίντσα δεν ήταν ούτε περιφραγμένες ούτε περιτειχισμένες, και τα λείψανα από τις σκηνόμορφες καλύβες συνδέονται με την ειρηνική, αλλά μάλλον δύσκολη καθημερινή ζωή που συμπεριλάμβανε την κατασκευή λίθινων εργαλείων, κεραμικών, την καλλιέργεια της γης και της κτηνοτροφία. Ο πολιτισμός Βίντσα ήταν τμήμα ενός αρχαίου ευρωπαϊκού πολιτισμού σχετικά ομογενούς, ειρηνικού και μητριαρχικού που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη κατά τη Νεολιθική. Κατά την περίοδο της πτώσης του συγκεκριμένου πολιτισμού συνέβη συνέβη η εισβολή διναρικων φυλών από τις στέππες της Ρωσιας από τα ανατολικά. Οι αλυσιδωτές κινήσεις μεταναστευτικών ρευμάτων προς τη Θράκη και τις κοιλάδες του Δούναβη ξεκίνησαν ήδη από τα μέσα της 5ης χιλιετίας π.χ.  και λίγο αργότερα έφθασαν στις περιοχές της Βίντσα. Ο πολιτισμός Βίντσα βρέθηκε στο απόγειό του περίπου το 3800 π.χ.. Ερείπια των οικισμών του και αρχαιολογικών ευρημάτων που ανακαλύφθηκαν από τα 6 έως τα 2 μέτρα ραδιοχρονολογημένα μας πηγαίνουν στο 3700 και 3500 π.χ. περίπου και αποκαλύπτουν ότι σε αυτή την περίοδο ο πολιτισμός Βίνκα ακολουθεί μια διαδικασία φθοράς. Η γενική κατάπτωση που σημειώνεται όχι μόνο στην εισαγωγή κεραμικής και στους τύπους των ανθρωπομορφικών ειδωλίων, ξεκίνησε πιθανώς με τη στροφή του ανθρώπου στον πολιτισμό των μετάλλων, κυρίως του χαλκού και του χρυσού. Έτσι, οι κάτοικοι της Πανόνιας λεκάνης αναζητώντας μέταλλα ανακάλυψαν τον χαλκό και τον καθαρό χρυσό. Οι πολιτισμικές ισορροπίες άλλαξαν και άρχισε η αποσύνθεση της δομής του νεολιθικού κόσμου. Το μεγάλο πλήγμα ήταν οι επαναλαμβανόμενες επιθέσεις των διναρικων πολιτισμών της εποχής του Χαλκού που διαμόρφωσε αργότερα στα Βαλκανια τα βασίλεια των Ιλλυριων.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σέσκλο_Μαγνησίας
http://www.ime.gr/chronos/01/gr/nl/nnii/dimini.html
http://www.ime.gr/chronos/01/gr/nl/an/nikomedeiafr.html
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=188159
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πολιτισμός_Βίντσα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου