Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Διοκλητιανος - Ο Ρωμαιος Αυτοκρατορας που επεβαλε βαρβαρικα περσικα εθιμα στον ελευθερο Ελληνορωμαικο Κοσμο

Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ήδη από την εποχή του Οκταβιανού (63 π.Χ.-40 μ.Χ.), ο οποίος είχε ονομασθεί από τη σύγκλητο αύγουστος (=σεβαστός), τίτλος με ιερατικό χαρακτήρα, έτεινε προς το συγκεντρωτικό σύστημα. Όταν στον αυτοκράτορα παραχωρήθηκε η μείζων ανθυπατική εξουσία, είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει όποτε το έκρινε απαραίτητο και, επομένως, τον σχεδόν πλήρη έλεγχο της εξουσίας. Εφέρετο ως ο πρώτος (princeps) των πολιτών, η εξουσία δεν ήταν κληρονομική και ο ηγεμόνας δεν ήταν υπεράνω των νόμων αλλά υπόκειτο σε αυτούς. Σταδιακά το πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε άρχισε να δανείζεται τις συνήθειες και τα ελληνιστικά ιδανικά της Ανατολής, καθώς χαρακτηριστικό των κρατών που προήλθαν από την αλεξανδρινή αυτοκρατορία ήταν η απεριόριστη και θεοποιημένη δύναμη των μοναρχών. Έτσι, λ.χ., ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός (212-275) εγκαθίδρυσε τον απολυταρχικό τύπο διοίκησης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και πρώτος αυτός φόρεσε επίσημα το διάδημα, ενώ οι επιγραφές και τα νομίσματα τον ονόμαζαν «Θεό» και «Κύριο». Ο Διοκλητιανός (245-313) ανέλαβε την εξουσία την εποχή της μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, μια από τις σημαντικότερες επιπτώσεις της οποίας ήταν η εξασθένιση του αυτοκρατορικού θεσμού. Έβαλε λοιπόν σκοπό να λύσει τα μεγάλα προβλήματα της αυτοκρατορίας, όπως το πρόβλημα της διαδοχής του αυτοκρατορικού θρόνου. Για τον λόγο αυτό διαχώρισε τη στρατιωτικής από την πολιτική εξουσία και καθιέρωσε το σύστημα της τετραρχίας. Η διοικητική εξουσία διαμοιράστηκε σε δύο αύγουστους που είχαν ίσα δικαιώματα, καθένας εκ των οποίων είχε ως βοηθό ένα καίσαρα, που αναλάμβανε την εξουσία σε περίπτωση θανάτου ή παραιτήσεως του αύγουστου. Το σύστημα αυτό είχε σκοπό να εξαλείψει τις περιπλοκές και τις συνομωσίες της διαδοχής και συγχρόνως να εκμηδενίσει την επιρροή των λεγεώνων κατά την περίοδο εκλογής νέου αύγουστου . Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού ήταν τέτοιας έκτασης ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως ο δημιουργός ενός νέου τύπου μοναρχίας. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία στην εποχή του εισήλθε σε νέα φάση, απολυταρχική και δεσποτική (dominatus). Σε κάθε τομέα της κρατικής ζωής ίσχυε αποκλειστικά και μόνο η θέλησή του, χωρίς την ανασταλτική ή ουσιαστική επέμβαση άλλων σωμάτων, όπως π.χ. της συγκλήτου. Η καινοτομία αυτή ήταν σύμφωνη με τις αρχές που είχε θέσει ο Οκταβιανός, καθώς ο αυτοκρατορικός θρόνος εξακολουθούσε να θεωρείται ανώτατη αρχή του κράτους, η οποία μέσω της υιοθεσίας μεταβιβάζεται από τον «άριστο» στον «άριστο». Όμως στην ίδια τη φύση αυτής της εξουσίας είχε σημειωθεί μια ριζική μεταβολή: ο αυτοκράτορας παύει να είναι ο πρώτος πολίτης και γίνεται οριστικά «Κύριος και Θεός», στοιχείο το οποίο διακρινόταν ιδιαίτερα στους εξωτερικούς τύπους που τον περιέβαλαν .  Η αντίληψη για τη θεία υπόσταση των βασιλέων ενδημούσε πάντα στην Ανατολή. Καθώς ένα μέρος αυτής της θείας υπόστασης είχε κληροδοτηθεί στον αυτοκράτορα, θεωρήθηκε ότι θα ήταν χρήσιμο για τους υποτελείς λαούς να θεοποιούνται οι νεκροί αυτοκράτορες. Ο Διοκλητιανός κατάλαβε ότι η δύναμη του αυτοκράτορα θα ήταν μεγαλύτερη και η ζωή του πιο εξασφαλισμένη αν γινόταν ημίθεος, προφανώς επηρεασμένος από τη δυναστεία των Σασσανιδών της Περσίας, η οποία είχε περιβληθεί με μια ακτινοβολία μεγαλοπρέπειας. Έτσι, για να κάνει πιο πιστευτή τη θεία του υπόσταση ισχυριζόταν ότι καταγόταν από το Δία, διευκολύνοντας την είσοδό του στο ρωμαϊκό πάνθεον.  Η ρωμαϊκή αριστοκρατία και οι μορφωμένες τάξεις είχαν βαθιά ριζωμένους συναισθηματικούς δεσμούς με το πάνθεον, επικεφαλής του οποίου ήταν οι επίσημοι θεοί της Ρώμης, με τους οποίους είχαν ταυτιστεί οι ολύμπιοι θεοί των Ελλήνων. Καθώς είχαν ανατραφεί με τους Έλληνες ή Λατίνους κλασικούς, συνέδεαν με τους αρχαίους θεούς την λαμπρή κληρονομιά της τέχνης, της λογοτεχνίας και την ιστορία της Ελλάδας και της Ρώμης. Εντούτοις, πέρα από τους λογοτεχνικούς και ιστορικούς δεσμούς του, το επίσημο πάνθεον ελάχιστο νόημα είχε στον ύστερο ειδωλολατρικό κόσμο. Ακόμη λιγότερο θρησκευτικό περιεχόμενο είχε η επίσημη λατρεία των αυτοκρατόρων, νεκρών ή ζωντανών. Κανείς δεν πίστευε στ’ αλήθεια ότι οι αυτοκράτορες ήταν θεοί – κανείς λ.χ. δεν προσευχόταν σ’ αυτούς όταν ήταν άρρωστος ή κινδύνευε, για να θεραπευθεί ή να σωθεί. Η λατρεία τους ήταν απλώς ο παραδοσιακός τρόπος εκδήλωσης του σεβασμού προς τον αρχηγό του κράτους, συνήθως ένας στεγνός τύπος, κάποτε η μορφή με την οποία εκδηλωνόταν ένα γνήσιο συναίσθημα αφοσίωσης προς την αυτοκρατορία . Ο Διοκλητιανός υιοθέτησε πολλές χαρακτηριστικές συνήθειες των μοναρχών της Ανατολής, καθώς υπήρξε ένας αληθινά απόλυτος μονάρχης, ένας αυτοκράτορας-Θεός, που καθιέρωσε στην Αυλή του πολυτέλεια και πολύπλοκο πρωτόκολλο. Δεν μπορούσε να κινείται ελεύθερα ανάμεσα στους υπηκόους του, και ο ίδιος καθώς και καθετί σχετικό με αυτόν θεωρείτο «ιερό» ή «θείο» (sacer, divus). Ζούσε αποτραβηγμένος σε μια Αυλή με μεγάλη εθιμοτυπία και τον υπηρετούσαν ευνούχοι. Οι υπήκοοί του, όταν πετύχαιναν ακρόαση, έπρεπε να γονατίσουν μπροστά του και να τον προσκυνήσουν (adoratio), φιλώντας την άκρη του ενδύματός του πριν τολμήσουν να σηκώσουν τα μάτια τους. Φορούσε διάδημα, κόκκινα υποδήματα και πολυτελή πορφυρά ενδύματα. Στα αυτοκρατορικά σύμβολα πρόσθεσε τη σφαίρα και το σκήπτρο, για να δηλώσουν τον ιερό χαρακτήρα της οικουμενικής και πολιτικής εξουσίας αντίστοιχα. Στις απεικονίσεις εμφανίζεται με φωτοστέφανο: καθώς ο νόμος είχε θεία υπόσταση στα μάτια των ρωμαίων, η πηγή αυτού του νόμου ήταν πλέον ο αυτοκράτορας .  Ωστόσο, ένα μέρος της ρωμαϊκής κοινωνίας, οι χριστιανοί, δεν μπορούσε να προσφέρει στον αυτοκράτορα τη λατρεία που επιθυμούσε. Με τη διάκριση που έκαναν «τα του καίσαρος τω καίσαρι» και «τα του Θεού τω Θεώ», δεν δέχονταν να τους υποχρεώνουν να λατρεύουν την πολιτεία. Δεν παραδέχονταν τη λατρεία προς έναν άνθρωπο, έστω και αν αυτός ήταν ο αυτοκράτορας. Ο Διοκλητιανός, από την άλλη, δεν μπορούσε να επιτρέψει στην ισχυρότερη θρησκευτική οργάνωση της αυτοκρατορίας να περιφρονεί το μεγαλείο του, και διέταξε μεγάλους διωγμούς εναντίων των χριστιανών. Τη λύση θα έβρισκε ο Κωνσταντίνος (274-337), ο οποίος κατάφερε να συμβιβάσει τον καίσαρα με τον Θεό .
Πηγη: http://www.archive.gr/news.php?readmore=242

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου