Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Η άλωση και η είσοδος του σουλτάνου Μωάμεθ στην Κωνσταντινουπολη

Η άλωση -  Ηρθαν οι Τούρκοι, και τους χριστιανούς που είχαν εναπομείνει στα εσωτερικά τείχη τους έδιωξαν με μικρά πυροβόλα όπλα, βέλη και τόξα και πέτρες, και έγιναν κύριοι όλης της περιοχής, εκτός από τους πύργους τους ονομαζόμενους του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, όπου είχαν τοποθετηθεί οι ναύτες που είχαν έρθει από την Κρήτη. Αυτοί πολεμούσαν γενναία ως την έκτη και την έβδομη ώρα, και θανάτωσαν πολλούς Τούρκους· και βλέποντας τον αριθμό των αντιπάλων δεν ήθελαν να υποδουλωθούν· και έλεγαν καλύτερα να πεθάνουν παρά να ζουν. Ένας Τούρκος έκανε αναφορά στον αμιρά για την ανδρεία των Κρητικών, και αυτός διέταξε να κατέβουν με συμφωνία, και να είναι ελεύθεροι αυτοί και το πλοίο τους και όλος ο εφοδιασμός που είχαν. Και αφού έγιναν έτσι τα πράγματα, τέλος τους έπεισαν να φύγουν από τον πύργο. Δυο αδέρφια Ιταλοί, ονομαζόμενοι Παύλος και Τρωίλος, μάχονταν γενναία με πολλούς άλλους στο σημείο που τους είχε οριστεί, διώχνοντας σκληρά τους εχθρούς με γενναία συμπλοκή και σύρραξη, και γινόταν φοβερό φονικό ανάμεσα στα δυο αντιμαχόμενα μέρη. Κάποια στιγμή στρέφεται ο Παύλος και, βλέποντας τους εχθρούς μέσα στην πόλη, λέει στον αδερφό του: «Φρίξε ήλιε και στέναξε γη! Έπεσε η Πόλη και ‘μεις ξεχαστήκαμε πολεμώντας. Τώρα, αν μπορούμε, ας κοιτάξουμε να σωθούμε».
Έτσι οι εχθροί έγιναν κύριοι όλης της Πόλης την Τρίτη 29 Μαΐου τη δεύτερη ώρα της ημέρας, του έτους 6961 (1453). Και όσοι παραδίδονταν, τους αιχμαλώτιζαν ή τους άρπαζαν ζωντανούς· όσοι πιάνονταν ανθιστάμενοι, αυτοί σφάζονταν. Και η γη σε μερικά μέρη δεν φαινόταν καθόλου από τους πολλούς νεκρούς. Ήταν φοβερό θέαμα, και άκουγες θρήνους πολλούς και ποικίλους, και έβλεπες αμέτρητους εξανδραποδισμούς ευγενών αρχοντισσών και παρθένων και μοναχών, που τις έσερναν αλύπητα οι Τούρκοι από τα ρούχα και τα μαλλιά και τις κοτσίδες έξω από τις εκκλησίες, ενώ έκλαιαν και οδύρονταν. Παιδιά έκλαιαν, επίσης, και οδύρονταν, λεηλατούνταν ιερά και εκκλησίες. Ποιος θα διηγηθεί όλη αυτή τη φρίκη; Έβλεπες το θείο αίμα και σώμα του Χριστού να χύνεται στη γη και να πετιέται, και να διαρπάζονται τα τιμαλφή σκεύη, τα οποία είτε έσπαζαν ή τα σφετερίζονταν. Το ίδιο έκαναν και με τον διάκοσμο: καταπατούσαν τις άγιες εικόνες που ήταν διακοσμημένες με χρυσάφι και ασήμι, για ν’ αφαιρέσουν τα κοσμήματα, έκαναν κρεβάτια τις άγιες τράπεζες, και σκέπαζαν τα άλογά τους με τις ιερατικές στολές και με ενδύματα μεταξωτά και χρυσοΰφαντα άλλοι έτρωγαν πάνω σ’ αυτά, και τα πολύτιμα μαργαριτάρια των αγίων κειμηλίων τα έκλεβαν, καταπατώντας τα άγια λείψανα· και έκαναν και άλλα αξιοθρήνητα ανοσιουργήματα πολλά, σαν προπομποί του αντίχριστου που ήταν. Ω, η σοφή σου κρίση, Χριστέ βασιλεύ, είναι ανερμήνευτη και ανεξιχνίαστη. Και έπρεπε να δεις τον τεράστιο και πανάγιο εκείνο ναό της Σοφίας του Θεού, τον επίγειο ουρανό, το θρόνο της δόξας του Θεού, το όχημα των Χερουβείμ και δεύτερο στερέωμα, τον φτιαγμένο λες από το χέρι του Θεού, το αξιόλογο και θαυμάσιο θέαμα, το αγλάισμα όλου του κόσμου, τον ωραιότερο ναό μεταξύ των ωραίων, που πάνω από το άδυτό του και πάνω στο θυσιαστήριο έτρωγαν και έπιναν, και έκαναν τις ασελγείς πράξεις τους και ορέξεις τους επάνω στην αγία τράπεζα, με γυναίκες και παρθένες και παιδιά. Ποιος να μην σε θρηνήσει άγιε ναέ; Παντού πλημμύριζε το κακό και έχανε κανείς το μυαλό του. Στα σπίτια θρήνοι και κλαυθμοί, οδυρμοί στις τριόδους, ολοφυρμοί στις εκκλησίες, οιμωγές ανδρών, ολολυγμοί γυναικών, τραβήγματα, εξανδραποδισμοί, ξεσχίσματα και βιασμοί. Οι σεμνοί ατιμάστηκαν, οι πλούσιοι εξευτελίστηκαν, σε πλατείες, σε γωνίες, σε κάθε τόπο, παντού το κακό ξεχείλιζε. Κανένα σημείο δεν έμεινε ανεξερεύνητο και αμόλυντο. Ω βασιλεύ Χριστέ μου, ελευθέρωσε από τέτοια θλίψη κάθε πόλη και χώρα που κατοικούν χριστιανοί. Κανέναν αυλόγυρο και κανένα σπίτι δεν άφησαν οι ασεβείς χωρίς να τα σκάψουν για να βρουν τάχα κρυμμένα χρήματα. Βρήκαν πολλούς θησαυρούς, παλιούς και νέους, και άλλα πολύτιμα πράγματα που τα σφετερίστηκαν.
Η είσοδος του Μωάμεθ Β'
Μόλις έπεσε η Πόλη, ο αμιράς μπήκε μέσα και ευθύς, με κάθε σπουδή, ζητούσε το βασιλέα· και δεν είχε τίποτε άλλο στο νου του παρά να μάθει αν ζει ή πέθανε. Μερικοί ήρθαν και είπαν πως έφυγε, ενώ άλλοι έλεγαν πως είναι κρυμμένος στην Πόλη, και άλλοι πως πέθανε μαχόμενος. Θέλοντας να βεβαιωθεί σίγουρα, έστειλε εκεί που ήταν τα πτώματα των σκοτωμένων σωρηδόν, Χριστιανών και Αγαρηνών. Πολλά κεφάλια των σκοτωμένων τα έπλυναν, μήπως και γνωρίσουν το βασιλικό. Και δεν μπόρεσαν να το γνωρίσουν, αλλά βρήκαν το πτώμα του βασιλέως, που το γνώρισαν από τις βασιλικές περικνημίδες και τα σανδάλια που είχαν κεντημένους τους χρυσούς αετούς, όπως συνηθιζόταν για τους βασιλείς. Το ‘μαθε ο αμιράς και ευφράνθηκε· και ήταν περιχαρής. Με προσταγή του οι παρευρισκόμενοι εκεί χριστιανοί έθαψαν το βασιλικό σώμα με τιμές βασιλικές. Αλίμονο στην τύχη μου, που με γλίτωσε τούτη την εποχή! Όλη η ζωή τού αείμνηστου αυτοκράτορα και μεγαλομάρτυρα ήταν σαράντα εννέα χρόνια, τρεις μήνες και είκοσι ημέρες.
Ο αμιράς, επηρμένος για τη μεγάλη νίκη, και γεμάτος κενοδοξία, φάνηκε ωμός και ανελέητος. Ήρθε σ’ αυτόν ο μέγας δουξ Λουκάς ο Νοταράς, τον προσκύνησε και του έδειξε ένα μεγάλο θησαυρό που είχε κρυμμένο, λίθους πολύτιμους και μαργαριτάρια, και άλλα λάφυρα αντάξια βασιλέων, που όταν τα είδαν ο αμιράς και όλοι οι σύμβουλοί του θαύμασαν. Ο Νοταράς είπε στον αμιρά: «όλα αυτά τα φύλαγα για τη Μεγαλειότητά σου και να, τώρα στα κάνω δώρο. Σε παρακαλώ μόνο δέξου την παράκληση του δούλου σου». Είχε την ελπίδα ότι μ’ αυτά θα κέρδιζε την ελευθερία του, αυτός και η οικογένειά του. Ο αμιράς του απάντησε λέγοντας: «Ω παλιόσκυλο, απάνθρωπε μηχανορράφε και παμπόνηρε, είχες τόσο πλούτο και δεν βοήθησες το βασιλέα και αφέντη σου, και την Πόλη την πατρίδα σου; Και τώρα με πονηριές και πανουργίες που ξέρεις από τα νιάτα σου θέλεις να με τουμπάρεις και μένα και να γλιτώσεις την τιμωρία που σου αξίζει; Πες μου, ασεβέστατε, ποιος μου χαρίζει τον πλούτο σου και την Πόλη αυτή;» Του λέει τότε ο Νοταράς: «Ο Θεός». Κι ο αμιράς του απαντά: «Αφού ο Θεός μού τα χαρίζει αυτά, και σένα και τους άλλους όλους τους έκανε δούλους μου, τι λες λοιπόν και φλυαρείς, πονηρέ; Γιατί δεν μου τα ‘στελνες πριν καταπιαστώ με τον πόλεμο εναντίον σας ή πριν νικήσω την Πόλη, για να σου χρωστώ χάρη και ανταμοιβή; Τώρα δεν είσαι συ που μου τα χάρισες αυτά, αλλά ο Θεός». Και διέταξε αμέσως τους δήμιους να τον βάλουν φυλακή και να τον φρουρούν αυστηρά. Την επαύριο έδωσε προσταγή και τον ξανάφεραν μπροστά του. Του λέει: «Αφού δεν θέλησες να βοηθήσεις το βασιλέα και την πατρίδα σου με τόσο αναρίθμητο θησαυρό που είχες, γιατί τότε όταν του έστειλα μήνυμα δεν συμβούλεψες το βασιλέα να μου δώσει ειρηνικά και φιλικά την Πόλη, και εγώ να του δώσω αντί γι’ αυτήν άλλον τόπο, με αγάπη και φιλία, για να μη γίνουν τόσοι σκοτωμοί ανάμεσά μας;». Αυτός του αποκρίνεται: «Εγώ δε φταίω γι’ αυτή την υπόθεση, αλλά οι Ενετοί και οι κάτοικοι του Γαλατά, που έταζαν στο βασιλέα ότι Θα του στείλουν στόλο και στρατό να τον βοηθήσουν». Κι’ ο αμιράς του λέει: «Πολλά ψεύτικα εφευρήματα ξέρεις, αλλά τώρα δεν υπάρχει ψεύδος που να σε βοηθήσει». Και διέταξε την άλλη μέρα στην αγορά του Ξηρού λόφου να θανατώσουν πρώτα τα δύο παιδιά του μπροστά του (που κάποτε ζητούσε από τον αυτοκράτορα να τιμήσει τον έναν με το αξίωμα του μεγάλου κοντόσταβλου και τον άλλο με του μεγάλου λογοθέτη), και κατόπιν να θανατώσουν και αυτόν τον ίδιο· όπως και έγινε. Έτσι τελείωσε η υπόθεση του Λουκά Νοταρά. Κατόπιν έδωσε προσταγή και θανάτωσαν πολλούς ευγενείς άρχοντες, τον εκπρόσωπο των Ενετών και το γιο του, τον απεσταλμένο της Καταλανίας και τους δύο γιους του. Κατόπιν θέλησε να θανατώσει και τον Κονταρίνη και άλλους δύο Ενετούς ευγενείς, αλλά αυτοί έδωσαν χρήματα και επικαλέστηκαν το Σογάν— πασά, και έτσι γλίτωσαν τη ζωή τους. Έστειλε ανθρώπους στο Γαλατά, έπιασε πολλούς και τους θανάτωσε, και όλες σι υποσχέσεις που τους είχε δώσει δεν ίσχυσαν, αλλά όρισε να είναι κι αυτοί υποτελείς. Τον Αλή-πασά έστειλε και τον περιόρισε σ’ έναν πύργο, και σε λίγες μέρες τον θανάτωσε κι αυτόν για την αιτία που εκθέσαμε, επειδή δηλαδή του έλεγε να μην επιτεθεί εναντίον της Πόλης, για να μην ενωθούν οι αφέντες των χριστιανών της Δύσης και διώξουν τους Τούρκος από την Ευρώπη και τα υπόλοιπα, όπως τα ‘γραψα ήδη. Ο θάνατος του Αλή-πασά σκόρπισε απέραντη λύπη σ’ όλο το στρατό του αμιρά, γιατί όλοι τον αγαπούσαν και τον θεωρούσαν άριστο σύμβουλο του αμιρά.
Πηγη: http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/maxes/alosi%20Konstantinoupolis.Fratzis.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου